Χρόνος ανάγνωσης: 8 λεπτά
Του Πέτρου Τατσόπουλου *
Ως εξώγαμο τέκνο αγνώστου πατρός πέρασα τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής μου έγκλειστος στο Πατριωτικό Ιδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως, ευρέως γνωστό στο πανελλήνιο από το αρκτικόλεξό του: ΠΙΚΠΑ.
Η βιολογική μου μητέρα, μια πάμφτωχη γυναίκα από την Κρήτη, απέκτησε πέντε παιδιά με τρεις άνδρες, από τους οποίους παντρεύτηκε τους δύο κι έδωσε τη συγκατάθεσή της να μεγαλώσουν σε ιδρύματα προνοίας τα τρία από τα πέντε παιδιά της, οι δύο ετεροθαλείς αδελφές μου κι εγώ.
Σε αντίθεση μ’ εμένα, που με ανέλαβε σχετικά σύντομα μια ανάδοχη οικογένεια από τον Κορυδαλλό και κατόπιν υιοθετήθηκα από μια μεσοαστική οικογένεια στην Κυψέλη, οι αδελφές μου έζησαν σε ίδρυμα έως τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Εγώ δεν διατηρώ καμία ανάμνηση από το ίδρυμα, ούτε θετική ούτε αρνητική. Οι αδελφές μου ένιωσαν τον ιδρυματισμό στο πετσί τους.
Τι ακριβώς είναι ο ιδρυματισμός; Μια παθολογική κατάσταση που, μολονότι έχει κοινά γνωρίσματα, δεν βιώνεται από όλα τα παιδιά με την ίδια ένταση (σίγουρα, πέρα από τις συνθήκες, παίζει ρόλο και η διάρκεια εγκλεισμού στο ίδρυμα: άλλο να μείνεις στο ίδρυμα δύο χρόνια και άλλο δώδεκα).
Χαρακτηρίζεται κατ’ αρχάς από την αδυναμία φαντασιακής προσκόλλησης σε μια «μαμά» κι έναν «μπαμπά» –την απουσία οιδιπόδειου συμπλέγματος, καθώς θα μας εξηγούσαν οι φροϋδιστές.
Βεβαίως, τα μωρά στα βρεφοκομεία αποκαλούν «μαμά» κάθε βρεφοκόμο που τα φροντίζει, αλλά ακόμη και τα πιο μικρά από αυτά ενστικτωδώς αντιλαμβάνονται ότι μια «μαμά» που φροντίζει είκοσι ή τριάντα μωρά δεν είναι ακριβώς… μαμά – πόσω μάλλον εάν μπουν στο ίδρυμα σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν έχουν ήδη αναμνήσεις από τη δική τους οικογένεια, συχνά προβληματική ή/και διαλυμένη.
Αυτή η, κατά κάποιον τρόπο, φαντασιακή «αναπηρία» οδηγεί με τη σειρά της σε μια συναισθηματική «αδιαφορία» που, και αυτή με τη σειρά της, καθιστά τα παιδιά των ιδρυμάτων ιδιαίτερα ευάλωτα και χειραγωγήσιμα.
Όπως μου το είχε περιγράψει κάποτε η μεγαλύτερη από τις δύο ετεροθαλείς αδελφές μου: «Διψούσαμε και πεινούσαμε για αγάπη. Ηταν και θέμα τύχης έπειτα. Μπορούσαμε να πέσουμε πάνω στον σωστό άνθρωπο και να καλύψουμε αυτό το έλλειμμα. Μπορούσαμε να πέσουμε και πάνω σε κάποιον κακόβουλο. Να μας πουλήσει αισθήματα και φούμαρα. Ν’ αρπαχτούμε από τον πρώτο μαλάκα».
Δεν είναι τυχαίο ότι το διαβόητο Σύνδρομο της Στοκχόλμης – η νοσηρή αγάπη/προσκόλληση του θύματος στον θύτη του – συναπαντάται κυρίως στο περίκλειστο σύμπαν των ιδρυμάτων. Εάν μάλιστα το ίδρυμα έχει και κάποιον θρησκευτικό προσανατολισμό, η χειραγώγηση του θύματος διευκολύνεται τα μέγιστα: η ασέλγεια μεταμφιέζεται σε στοργή και η κακοποίηση ως προαπαιτούμενο για την ηθική ωρίμανση.
Όλα συμβαίνουν για το «καλό» του θύματος, ακόμη και στην περίπτωση που το ίδιο το θύμα δεν είναι σε θέση να… αντιληφθεί το «καλό» του. Συνακόλουθα το θύμα έχει πλήρη επίγνωση πως, στο τέλος της ημέρας, θα είναι ο δικός του λόγος/ισχυρισμός απέναντι στον λόγο/ισχυρισμό του θύτη: οι τοίχοι δεν έχουν μάτια για να δουν τον θύτη να παρεκτρέπεται, δεν έχουν αφτιά για ν’ ακούσουν τις οιμωγές του θύματος και, πρωτίστως, δεν έχουν γλώσσα για να μαρτυρήσουν όσα είδαν και άκουσαν.
Το θύμα που θα βρει το κουράγιο να καταγγείλει τον θύτη του γνωρίζει πως θα χρειαστούν εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια έως ότου (και αν) δικαιωθεί, ενώ το ίδιο βράδυ – και για τα εκατοντάδες επόμενα – το θύμα θα βρεθεί πάλι στο έλεος του θύτη του. Όσο και αν βελτιωθεί το παθογόνο μοτίβο, ιδανικό ίδρυμα θα παραμένει πάντα το ίδρυμα που βάζει λουκέτο.
* Ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι συγγραφέας, αρθρογράφος και π.Βουλευτής
… Το τέλος των ιδρυμάτων
Του Στέφανου Κασιμάτη*
Ο Νώε, ο βιβλικός πατριάρχης που έφτιαξε την Κιβωτό, δεν ήταν και το καλύτερο παιδί. Όπως οι περισσότεροι χαρακτήρες στην Παλαιά Διαθήκη, είχε και αυτός τις σκοτεινές πλευρές του. Ως ο πρώτος αμπελοκαλλιεργητής, κατά τη βιβλική παράδοση, ήταν επίσης και ο πρώτος μέθυσος.
Πάνω σε ένα μεθύσι του, διαβάζουμε, ξεγυμνώθηκε τελείως και, επειδή ο γιος του Χαμ τον είδε σε αυτή την κατάσταση, ο Νώε τον καταράστηκε. Για κάποιους πανεπιστημιακούς μελετητές της Βίβλου, η διατύπωση στο πρωτότυπο (στα εβραϊκά) για ό,τι συνέβη μεταξύ Νώε και Χαμ ενδέχεται να υπονοεί σεξουαλική δραστηριότητα. Κανείς δεν μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα τι έτρεξε μεταξύ των δυο τους.
Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι από τα μικρά φιλολογικά δράματα, που δεν απασχολούν ούτε εμένα. Το αναφέρω, απλώς, επειδή το περιστατικό ήταν κάτι που πάντα μου ερχόταν στον νου, όποτε άκουγα αναφορές στον Νώε και την Κιβωτό του, ανεξαρτήτως συμφραζομένων.
Το πραγματικό δράμα είναι αυτό που αποκαλύπτεται τώρα στην «Κιβωτό του Κόσμου». Πρωτίστως, για τα ίδια τα παιδιά που βρέθηκαν εκεί, σε πολύ μικρότερο βαθμό όμως και για όλους εμάς, που είχαμε βολευτεί με την πεποίθηση ότι υπάρχουν και «καλά» ιδρύματα για να μεγαλώνουν παιδιά.
Η «Κιβωτός» ήταν το υπόδειγμα της επιτυχίας του μοντέλου. Ενδεχομένως δίναμε και κάτι τα Χριστούγεννα, έτσι μέναμε ικανοποιημένοι ότι κάτι κάνουμε – εκτός βέβαια από τα ίδια τα παιδιά, αλλά αυτό το μαθαίνουμε τώρα.
Αν η περίφημη «Κιβωτός» αποδεικνύεται ένα ακόμη ίδρυμα, στο οποίο έστω ορισμένα παιδιά, όχι όλα, μπορούν να βρεθούν στο έλεος της πιο βάναυσης εξουσίας του ισχυρότερου («με έχεις ανάγκη»), αν αυτό συμβαίνει στη ναυαρχίδα των ιδρυμάτων, την καθαγιασμένη από την καλοσύνη των σελέμπριτις «Κιβωτό», τότε όλο το υπάρχον σύστημα είναι για πέταμα – ας μη κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας.
Το δράμα, λοιπόν, για όλους μας είναι ότι διαλύονται οι αυταπάτες περί «καλών» ιδρυμάτων και, συνεπώς, πρέπει να βρούμε μια νέου τύπου κοινωνική πολιτική για τα παιδιά χωρίς οικογένεια. Είναι και αυτό ένα δράμα, μη νομίζετε, διότι νέα πολιτική δεν σημαίνει να φτιάξουμε απλώς ένα νομοσχέδιο και να το πάμε στη Βουλή να το ψηφίσει. Ούτε μπορούμε να καταργήσουμε εν μιά νυκτί το υπάρχον σύστημα, χωρίς προηγουμένως να έχει πλήρως προετοιμαστεί η διάδοχη κατάσταση. Ούτε, πολύ περισσότερο, τη μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο θα την κρίνω εγώ ή άλλοι σαν και εμένα, που δεν γνωρίζουμε από αυτά. Θα τα βρουν αυτά οι ειδικοί – γι’ αυτό τους έχουμε.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι το σκάνδαλο της «Κιβωτού» μάς φέρνει αντιμέτωπους με το κενό πολιτικής που προκύπτει. Τι θα αντικαταστήσει τα ιδρύματα; (Ελπίζω όχι η αδιαφορία μας…)
Βάσει της διεθνούς εμπειρίας και της διαθέσιμης έρευνας, πρέπει να περάσουμε στον θεσμό των ανάδοχων οικογενειών, όπως πρώτη το επεσήμανε η αρμόδια υφυπουργός Δόμνα Μιχαηλίδου και κανείς μας τότε δεν της έδωσε σημασία. Ωστόσο, αυτό το σύστημα προϋποθέτει τεράστια προεργασία από τις κρατικές υπηρεσίες. Δεν βρίσκεις στη μέση του δρόμου ζευγάρια ή οικογένειες κατάλληλες για τον ρόλο, ούτε επίσης διακρινόμαστε οι Έλληνες για τις επιδόσεις μας στον εθελοντισμό.
Εξίσου απαραίτητο, όμως, είναι να εκσυγχρονιστεί ταυτοχρόνως και η πολιτική των υιοθεσιών. Το σημερινό σύστημα είναι απαράδεκτο· εξαιτίας του έχουμε το φαινόμενο παιδιών που στεγάζονται «προσωρινά» σε νοσοκομεία και καταλήγουν να μεγαλώνουν εκεί μέσα.
Προσωπικά, κάθε φορά που διαβάζω ή ακούω για πώληση βρέφους, η οποία τελικά ματαιώθηκε χάρη στην επέμβαση της Αστυνομίας, ομολογώ ότι θλίβομαι. Θλίβομαι για το μωρό, για την ευκαιρία που είχε και έχασε. Την ευκαιρία να μεγαλώσει σε μια οικογένεια που το ήθελαν. Έστω και αν το αγόρασαν από μια μάνα που δεν το ήθελε. Αντιλαμβάνομαι ότι τα αισθήματά μου εν προκειμένω δεν συνάδουν με τον νόμο, αλλά τι να κάνω; Αυτά είναι και άλλα δεν έχω…
* Ο Στέφανος Κασιμάτης είναι δημοσιογράφος στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ