Χρόνος ανάγνωσης: 4 λεπτά
Είναι δύσκολο να είσαι αριστερός, ειδικά σήμερα που καταρρέει η λεγόμενη «πρώτη φορά αριστερά». Παρόλο, όμως, που αυτή η δυσκολία είναι ψυχολογικής και, άρα, ατομικής υφής, οι συνέπειές της δεν περιορίζονται μόνο στον ίδιο τον αριστερό. Δυστυχώς επεκτείνονται στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο και λαμβάνουν τη μορφή δισεπίλυτων πολιτικών στρεβλώσεων που αφορούν όλη την κοινωνία. Μία σύντομη αναδρομή σε βασικά διδάγματα και ευρήματα της φημισμένης κοινωνιοψυχολογικής θεωρίας της γνωστικής ασυμφωνίας, θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε πού έγκειται η δυσκολία και αν υπάρχει λύση.
Σύμφωνα με τη θεωρία γνωστικής ασυμφωνίας του Λέον Φέστινγκερ, οποιαδήποτε ανισορροπία μεταξύ σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών είναι πιθανόν να προκαλέσει μια δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση στο άτομο, που μπορεί να αρθεί μόνο μέσω της αλλαγής στα ασύμφωνα ψυχολογικά στοιχεία και της επαναφοράς στη γνωστική ισορροπία.
Κλασικό παράδειγμα, που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Φέστινγκερ το 1962, είναι η ασυμφωνία που προκύπτει σε σχέση με το κάπνισμα. Αν εγώ καπνίζω και μου πείτε ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο, μέσα μου συγκρούεται η επιθυμία για κάπνισμα με μια πληροφορία για τις προοπτικές της υγείας μου. Σε αυτή την περίπτωση, μπορώ είτε να σταματήσω το κάπνισμα είτε να υποβιβάσω την πληροφορία που μου δίνετε διατυπώνοντας, για παράδειγμα, την άποψη ότι «Και ο παππούς μου καπνίζει μέχρι τα 95 του και είναι υγιής». Τελικώς, είναι ιδιαίτερα πιθανόν να οδηγηθώ σε μια επιλεκτική ανάγνωση της πραγματικότητας, ειδικά αν δυσκολεύομαι να σταματήσω το κάπνισμα.
Το υπόδειγμα ερευνών πάνω στη γνωστική ασυμφωνία που ταιριάζει στη γενική ανάλυση της πολιτικής συμπεριφοράς είναι αυτό της «ελεύθερης επιλογής». Πειράματα σε αυτόν τον τομέα δείχνουν, για παράδειγμα, ότι όταν οι άνθρωποι επιλέγουν ελεύθερα ένα προϊόν, τείνουν εκ των υστέρων να ενισχύουν τη γνωστική αξία της επιλογής τους (να την αξιολογούν ακόμα πιο θετικά) και να υποβιβάζουν την αξία των άλλων επιλογών.
Όταν μάλιστα υποπέσουν στην αντίληψή τους ασύμφωνα στοιχεία που δείχνουν ότι η επιλογή τους ήταν λανθασμένη, μπορεί να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της πηγής ή να υποβιβάσουν ακόμη περισσότερο τις υπόλοιπες επιλογές. Πρόκειται για μια στρεβλή, αλλά βολική, ανάγνωση της πραγματικότητας. Ενδεικτική εδώ είναι η επιστημονική εργασία του Τζακ Μπρεμ.
Δεν είναι δύσκολη η προβολή του υποδείγματος της «ελεύθερης επιλογής» στην παρούσα πολιτική κατάσταση. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Τσίπρα, ο πόλεμος κατά αφηρημένων αόρατων συμφερόντων (π.χ. των «καναλιών της διαπλοκής») και κατά των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων (με αιχμή τη νοοτροπία «Οι άλλοι καλύτεροι ήταν;» ή, ακόμη χειρότερα, τη θέση «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»), δηλαδή ενάντια στην εγκυρότητα των πηγών ασύμβατων πληροφοριών και στην αξία των εναλλακτικών επιλογών, φαίνεται ότι επεκτάθηκε.
Από τη μία, έχει προφανώς συνεισφέρει η ίδια η κυβέρνηση και εμβληματικά στελέχη της, όπως οι Παππάς, Πολάκης και Καμμένος. Από την άλλη, ο πόλεμος αυτός έχει θεμελιωθεί στη γνωστική ασυμφωνία των αριστερών πολιτών, που προκλήθηκε από την ανισορροπία μεταξύ των προσδοκιών της ψήφου τους και των πολιτικών που εφάρμοσε τελικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αυτή η ασυμφωνία ενισχύθηκε εντός του 2015 επειδή οι πολίτες κλήθηκαν τρεις φορές (αν συνυπολογίσουμε το δημοψήφισμα), σε διάρκεια εννέα μηνών, να ψηφίσουν αυτοβούλως την ίδια παράταξη. Η επανάληψη της ίδιας ελεύθερης επιλογής επέτεινε, δηλαδή, το μέγεθος της γνωστικής ασυμφωνίας και οδήγησε σε εντονότερες στρεβλώσεις ακύρωσης των αντίρροπων πληροφοριών και υποτίμησης των εναλλακτικών λύσεων.
Ταυτόχρονα, οι αριστεροί πολίτες –όπως και όλοι όσοι έχουν μεγαλύτερη ροπή στην πολιτική ιδεολογία– είναι ούτως ή άλλως ευάλωτοι σε στρεβλώσεις όταν παρουσιάζονται αρνητικές πληροφορίες για τις πολιτικές επιλογές τους.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ιδεολογία αποτελεί για τους ίδιους γνωστικό στοιχείο μεγάλης σημασίας, που είναι ανθεκτικό στην αλλαγή. Δεν μπορούν απλά να την απεμπολήσουν αν διαφανεί ότι οι πολιτικοί της εκπρόσωποι αδυνατούν να κυβερνήσουν αποτελεσματικά.
Σε αντίθεση με κεντρώους, κεντροαριστερούς και κεντροδεξιούς πολίτες, που συχνά δεν έχουν έντονους ενδοιασμούς να μετακινηθούν σε άλλα κόμματα και, άρα, να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους για να μειώσουν την ασυμφωνία τους, οι αριστεροί πολίτες (αλλά και οι ιδεολογικά δεξιοί) είναι πιο δεκτικοί σε προκατειλημμένες αναγνώσεις της πραγματικότητας, μέχρι και σε θεωρίες συνωμοσίας, ώστε να προστατέψουν την ταυτότητα και τις πολιτικές επιλογές τους.
Επιπρόσθετα, η εισροή αντίρροπων, ασύμφωνων πληροφοριών είναι πιθανόν να καταλήξει στην περαιτέρω ενίσχυση της ταύτισής τους με την αριστερά αντί της αποδυνάμωσης της ταύτισης που ίσως θα ανέμενε κανείς.
Είναι χαρακτηριστικό το πείραμα των Σέρμαν και Γκόρκιν από το 1980, στο οποίο οι συμμετέχουσες ήταν φεμινίστριες που αθέλητα παρουσίασαν σεξιστικές αντιλήψεις κατά την προσπάθεια επίλυσης ενός γρίφου.
Συγκεκριμένα, απέτυχαν να καταλάβουν ότι ο γιατρός του υποτιθέμενου σεναρίου που τους παρουσιάστηκε ήταν στην πραγματικότητα γυναίκα. Ακολούθησαν, δηλαδή, το σεξιστικό στερεότυπο του άνδρα γιατρού. Παρά το παραστράτημά τους, ουδόλως κλονίστηκε η ιδεολογία τους. Αντιθέτως, ενισχύθηκαν οι φεμινιστικές τους αντιλήψεις. Αντιστοίχως, ό,τι λάθη και αν κάνουν οι αριστεροί πολίτες, είναι πιθανόν να επανέλθουν πιο πιστοί στην ιδεολογία τους και με χαμηλότερη ανεκτικότητα σε άλλες πολιτικές παρατάξεις ή αντιλήψεις.
Μία πιθανή λύση
Υπάρχει λύση άραγε για την άρση τέτοιων στρεβλώσεων μετά τη σωρεία σφαλμάτων της τωρινής κυβέρνησης; Ενδεχομένως, μία λύση είναι να μην παρουσιάζεται η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ως αποτυχία της αριστεράς, γιατί το μέγεθος της γνωστικής ασυμφωνίας των υποστηρικτών του θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο φανατισμό και εντονότερες στρεβλώσεις.
Αντιθέτως, θα μπορούσε κανείς να στραφεί ενάντια στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και να κατηγορήσει τα μέλη της ως «γιαλαντζί αριστερούς». Με αυτόν τον τρόπο δεν θα κατηγορείται συνολικά η αριστερά αλλά μόνον η –υποτιθέμενα – μη αντιπροσωπευτική ηγετική ομάδα της. Έτσι μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για την ταυτόχρονη διάσωση της ταυτότητας του αριστερού και την απόδοση των πραγματικών ευθυνών στην κυβέρνηση Τσίπρα.