Χρόνος ανάγνωσης: 4 λεπτά
Σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα περιορισμού ή ελέγχου της ελεύθερης έκφρασης, διαβεβαίωσε τη Βουλή ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας στη συζήτηση που άρχισε χθες για την επεξεργασία του νομοσχεδίου εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με την ενωσιακή, «για την πρόληψη της διάδοσης του τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο».
«Σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα της ελευθερίας του λόγου. Η ελευθερία του λόγου, της σκέψεις, της έκφρασης προστατεύονται απολύτως από τις διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και από τα υπερ-νομοθετικά κείμενα διεθνών Οργανισμών, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα οποία η χώρα μας έχει κυρώσει και έχει ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο».
Αυτό δήλωσε χαρακτηριστικά ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, απαντώντας στις έντονες ανησυχίες και τους προβληματισμούς που εκφράστηκαν από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ότι «υπάρχει ασάφεια σε ό,τι αφορά τον ορισμό της τρομοκρατίας και θα έπρεπε στο νομοσχέδιο να περιέχεται ο ορισμός των πράξεων τρομοκρατικού περιεχομένου, για να αποτραπεί ο κίνδυνος παρερμηνειών που θα οδηγήσουν στον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης και στην ποινικοποίηση της διαφορετικής άποψης», όπως υποστήριξαν.
Ειδικότερα ο Γιάννης Μπούγας τόνισε ότι «εκείνο το οποίο πρέπει να σημειώσουμε είναι, ότι η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να είναι ασύδοτη. Πρέπει να προστατεύονται τα θεμελιώδη κοινωνικά αγαθά από ρητορικές μίσους και ρητορικές οι οποίες έχουν ως στόχο την κοινωνική ειρήνη και τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης. Η άποψή μου είναι, ότι δεν μπορεί σε κάθε νομοσχέδιο να δίνουμε και ορισμό της τρομοκρατίας όταν αναφέρεται στην πάταξή της. Ο ορισμός αυτός και η παραπομπή αυτή, γίνεται στις διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικα, ο οποίος ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2019, από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ», αντέτεινε ο Γιάννης Μπούγας και εξήγησε:
«Το τι συνιστά τρομοκρατική πράξη περιγράφεται με μεγάλη σαφήνεια στις διατάξεις, υπάρχει ένα πολύ σαφές πλαίσιο και δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε τους ορισμούς των τρομοκρατικών πράξεων και της τρομοκρατίας σε κάθε νομοσχέδιο. Η συνεχιζόμενη ύπαρξη, και κυρίως η διάδοση τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο – όπως άλλωστε παρακολουθούμε τις παγκόσμιες εξελίξεις που ασφαλώς δεν μπορούν να αφήνουν ανεπηρέαστη τη χώρα μας -,συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τους πολίτες και εν γένει για την κοινωνία», επεσήμανε ο Υφυπουργός.
Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του τόνισε ότι «οι τρομοκράτες, εκμεταλλευόμενοι τις νέες τεχνολογίες και τη χρήση του διαδικτύου, διαδίδουν μηνύματά τους που στοχεύουν στον εκφοβισμό, την ριζοσπαστικοποίηση, τη στρατολόγηση και την διευκόλυνση της εκτέλεσης τρομοκρατικών επιθέσεων».
«Τρομοκρατικές επιθέσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί στο έδαφος της Ε.Ε., προκλήθηκαν από διασπορά παράνομου και προπαγανδιστικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, αποτυπώνοντας έτσι τη σύγχρονη μορφή και την μετεξέλιξη τρομοκρατικού περιεχομένου», σημείωσε και διαβεβαίωσε :
«Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που ενισχύει το θεσμικό μας οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις τις οποίες σας καλώ να υπερψηφίσετε», κατέληξε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης.
Αντιδράσεις από την αντιπολίτευση
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Ιωάννης Σαρακιώτης, εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για τον χρόνο κατάθεσης και ψήφισης του νομοσχεδίου καθώς και για τους σκοπούς της κυβέρνησης η οποία όπως είπε, «βάναυσα και συστηματικά έχει καταπατήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχει καταστρατηγήσει την ομαλή λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών».
Όπως τόνισε ο Ι. Σαρακιώτης, «βασικό πρόβλημα του νομοσχεδίου είναι ότι δεν διασφαλίζονται οι εγγυήσεις για την ελεύθερη έκφραση και άποψη, ενώ δεν προσδιορίζεται επακριβώς η έννοια του τρομοκρατικού περιεχομένου, αφήνοντας έτσι μεγάλα περιθώρια παρερμηνείας και αυθαιρεσίας».
Η γενική εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ, Μιλένα Αποστολάκη, αναγνώρισε την αναγκαιότητα εναρμόνισης της ελληνικής με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την πρόληψη της διάδοσης του τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, τονίζοντας παράλληλα ότι «είναι σκόπιμο να οριστεί επακριβώς τι συνιστά τρομοκρατικό περιεχόμενο, να διασφαλιστεί πλήρως το κράτος δικαίου και να αποτραπούν ερμηνευτικά προβλήματα».
Παράλληλα εξέφρασε προβληματισμούς ως προς την διάταξη που αφορά την ΕΥΠ και τον ορισμό αναπληρωτή δεύτερου εισαγγελέα, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι «έχει εμμονή και συνεχίζει τις μεθοδεύσεις ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχό της».
Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, υποστηρίζοντας ότι «προστίθεται στον μακρύ κατάλογο των νομοθετημάτων της κυβέρνησης που έρχεται να ενισχύσει την καταστολή, το φακέλωμα και την ελευθερία της έκφρασης κατ εφαρμογή της αντιδραστικής ευρωενωσιακής νομοθεσίας».
«Το νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμα κρίκο στη προσπάθεια να επιβληθεί σιγή νεκροταφείου Επιλέγετε να τσουβαλιάζετε τις διάφορες έννοιες που θεωρούνται επικίνδυνες για το σύστημα, όπως οι λαϊκές διαδηλώσεις διαμαρτυρίες. Έχει στρωθεί το έδαφος για τον πλήρη έλεγχο της ροής των πληροφοριών στο διαδίκτυο. Προχωράτε σε μία γενικευμένη λογοκρισία», υποστήριξε .
Τις αντιρρήσεις τους στο νομοσχέδιο εξέφρασαν στις τοποθετήσεις τους και οι αγορητές των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης.