Χρόνος ανάγνωσης: 5 λεπτά
Περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας
Οι εκλογές έγιναν. Οι πολιτικοί συσχετισμοί παρέμειναν πάνω
– κάτω ίδιοι. Οσοι περίμεναν ουσιαστική πολιτική συζήτηση έμειναν με την
προσδοκία. Ακούσαμε ψελλίσματα για την υγεία, την παιδεία, το περιβάλλον, τη
Δημόσια Διοίκηση, την επιχειρηματικότητα ή τους ήρωες εργαζομένους της
ιδιωτικής οικονομίας που παλεύουν ενάντια στα θηρία. Η «μνημονιολογία» άλλαξε
γήπεδο. Από αυτό της άρνησης πέρασε σε αυτό της καλύτερης διαχείρισης και της
σταδιακής υπέρβασης. Με λόγια, όπως πάντα.
Το πρόβλημα είναι ότι ανάμεσα στην πολιτική των υποσχέσεων
και της θεωρίας και την πολιτική της καθημερινότητας, η δεύτερη καλείται να
βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Είναι το γήπεδο της πραγματικής ζωής, στο οποίο
έπρεπε εδώ και καιρό να δίνεται η «πολιτική μητέρα όλων των μαχών». Αναρωτιέμαι
γιατί η εμπειρία των τελευταίων πέντε ετών δεν μας έχει ήδη κάνει να αρχίσουμε
να σκεφτόμαστε και να λειτουργούμε πιο ανατρεπτικά πέρα και πάνω από τα
Μνημόνια.
Να μιλήσουμε επιτέλους για σαρωτικές αλλαγές τις οποίες
έχουμε τόσο πολύ ανάγκη.
Ως άνθρωπος της Αυτοδιοίκησης, θα μπορούσα να συνεισφέρω με
δύο απλά και πρακτικά παραδείγματα:
Πρώτο παράδειγμα. Εχουμε αυτή τη στιγμή στη χώρα μας πάνω από 13.000 σχολεία τα
οποία υπάγονται στο υπουργείο Παιδείας. Στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας 60
σχολεία δεν έχουν ανοίξει ακόμη, ενώ τα κενά σε όσα είναι ανοιχτά ξεπερνούν τα
900. Ακόμα και αν τα χειριζόταν η Google ή η Microsoft, δεν υπήρχε περίπτωση να
τα ελέγξει όλα και να τα λειτουργήσει σωστά. Ποιος πιστεύετε ότι «πονάει»
περισσότερο το ζήτημα; Τα στελέχη ενός υπουργείου που δεν έχουν πατήσει ποτέ το
πόδι τους στην ελληνική περιφέρεια ή ο δήμαρχος που ενδεχομένως και το δικό του
παιδί δεν έχει ξεκινήσει τέλη Σεπτεμβρίου να πηγαίνει στο σχολείο; Τι πιο
φυσικό από το να υπάγονται απευθείας στους δήμους σε συνεργασία με τους
Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, είναι ήδη
επιφορτισμένοι με τη διατήρηση και αποκατάσταση των υποδομών, τη θέρμανση και
τη συντήρηση των σχολικών μονάδων.
Δεύτερο παράδειγμα. Σύμφωνα με τον «Καλλικράτη», την ευθύνη
της υγείας και της πρόνοιας θα αναλάμβανε η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θα
μεταφέρονταν στους δήμους περίπου 200 Κέντρα Υγείας και πάνω από 300 Μονάδες
Υγείας (πρώην ιατρεία ΙΚΑ), ενώ σχεδόν τα 70 νοσοκομεία από τα 95 θα βρίσκονταν
υπό την ευθύνη των αιρετών περιφερειών. Δεν έγινε τίποτα όμως και η
πραγματικότητα μας εκδικείται. Το υπουργείο Υγείας σηκώνει τα χέρια ψηλά κι
εμείς στην περιφέρεια ακροβατούμε – υπερβαίνοντας τις αρμοδιότητές μας – για να
εξασφαλίσουμε καύσιμα στα ασθενοφόρα ή να αγοράσουμε γάζες. Την ίδια ώρα,
έχουμε κινήσει τεράστια διαδικασία για να μπορέσουμε να επιδοτήσουμε αγροτικούς
και επικουρικούς γιατρούς, προκειμένου να στελεχώσουμε τις καταρρέουσες μονάδες
υγείας μας έχοντας συναντήσει και εχθρική στάση από το κεντρικό κράτος.
Προτείνω λοιπόν να ξαναδούμε την πολιτική διαφορετικά,
φέρνοντας το κράτος ανάποδα, αν χρειαστεί. Με κεντρικές επιτελικές δομές και
επιχειρησιακή αποκέντρωση. Με φρέσκες ιδέες που δένουν με τις ανάγκες της
εποχής και όχι τις ανάγκες της γραφειοκρατίας ή του πολιτικού συστήματος. Ας
πάψουμε επιτέλους να ερμηνεύουμε τους πολίτες και τις ανάγκες τους μέσα από τον
παραμορφωτικό φακό των γραφείων, αλλά ας τους ακούσουμε και ας τους ακουμπήσουμε.
Σε μια εποχή που η κρίση της αντιπροσώπευσης διαπερνά κάθε
έκφανση του πολιτικού συστήματος, η μόνη απάντηση είναι να λειτουργήσουμε
«αντι-συστημικά» και να φέρουμε τη λήψη αποφάσεων όσο πιο κοντά μπορούμε στον
πολίτη. Οσο αυτός αποκλείεται, νομοτελειακά θα ψηφίζει αρνητικά, ιδιαίτερα οι
νέοι, για να καταδικάσει και όχι για να εμπιστευθεί ή θα απέχει, όπως πολλοί
διαπίστωσαν με έκπληξη (γιατί άραγε εξεπλάγησαν;) στις πρόσφατες εκλογές.
Αν θέλουμε κάποια στιγμή να αναμετρηθούμε με τα κοινωνικά
μας προβλήματα και να μην τα φορτώνουμε στα επόμενα Μνημόνια, ας αποφασίσουμε
να τα κοιτάξουμε κατάματα και να στρέψουμε την κατ’ ευφημισμόν κοινωνική
πολιτική στην κοινωνία.