Χρόνος ανάγνωσης: 8 λεπτά
Οι ευσεβείς πόθοι περί του «μπλοκαρίσματος» της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Τα αυταρχικά καθεστώτα, η έμμονη ιδέα της καταπάτησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, η περίπτωση Τραμπ.
Οι όροι αλληλεπικαλύπτονται: μονοκρατορία, δικτατορία, απολυταρχία, δεσποτισμός, αυταρχία. Σήμερα, ίσως ανέκαθεν, οι δημοσιογράφοι και το ευρύ κοινό τούς χρησιμοποιούν αδιακρίτως σύμφωνα με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και τις προκαταλήψεις τους.
Για μερικούς αυταρχισμός σημαίνει τήρηση των νόμων, για άλλους περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου και ιδιαίτερα στην έκφραση «επαναστατικών» ιδεών.
Αλλά η αλήθεια είναι μία: αυταρχικό καθεστώς είναι εκείνο που χαρακτηρίζεται από την απόρριψη της δημοκρατίας και του πολιτικού πλουραλισμού· που περιλαμβάνει χρήση ισχυρής κεντρικής εξουσίας με σκοπό τη διατήρηση του πολιτικού status quo εις βάρος του κράτους δικαίου, εις βάρος της διάκρισης των εξουσιών και της δημοκρατικής ψηφοφορίας.
Οπωσδήποτε, υπάρχουν παραλλαγές αυταρχικών μορφών διακυβέρνησης: τα αυταρχικά καθεστώτα μπορεί να είναι ολιγαρχικά ή να βασίζονται στην κυριαρχία ενός κόμματος ή του στρατού —ή και τα δύο φυσικά.
Τα κράτη με ασαφή όρια μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού χαρακτηρίζονται υβριδικά, ενώ μερικές φορές χρησιμοποιούνται νεολογισμοί (Dictablanda, Soft tyranny) και περιφράσεις που περιγράφουν καθεστώτα κυμαινόμενα μεταξύ δημοκρατίας και τυραννίας ή δημοκρατίας και οχλοκρατίας.
Παλιότερα, πρότυπο αυταρχικού καθεστώτος ήταν εκείνο της φρανκικής Ισπανίας, που συγκέντρωνε τέσσερις βασικές ιδιότητες:
1) περιορισμένο πολιτικό πλουραλισμό —ο οποίος επεβλήθη με περιορισμούς στο νομοθετικό Σώμα, στα πολιτικά κόμματα και στις ομάδες συμφερόντων
2) πολιτική νομιμότητα που βασιζόταν σε εκκλήσεις στο συναίσθημα και στον προσδιορισμό του καθεστώτος ως αναγκαίου κακού για την καταπολέμηση των «εύκολα αναγνωρίσιμων κοινωνικών προβλημάτων, όπως η υπανάπτυξη και η εξέγερση»
3) ελάχιστη έως μηδενική πολιτική κινητοποίηση με παράλληλη καταστολή των αντικαθεστωτικών δραστηριοτήτων
4) μη εκλεγμένες εκτελεστικές εξουσίες, συχνά ασαφείς και μεταβαλλόμενες, που χρησιμοποιούνταν για την επέκταση της ήδη υπάρχουσας εκτελεστικής εξουσίας.
Εκτός του ότι η αυταρχική κυβέρνηση δεν εξαρτάται από αδιάβλητες εκλογές και δεν χαράσσει την πολιτική της μέσω ζυμώσεων και διαμάχης, ασκεί εξουσία σε περιβάλλον χωρίς «ελευθερίες»: για παράδειγμα, χωρίς ανεξιθρησκία, σεβασμό της διαφωνίας και των μειονοτήτων.
Συχνά τα αυταρχικά καθεστώτα προκύπτουν από πραξικοπήματα, αλλά ακόμα συχνότερα από ολίσθηση· από σταδιακή οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας μέσω της πολιτικοποίησης ανεξάρτητων θεσμών, της παραπληροφόρησης, του καθαγιασμού της εκτελεστικής εξουσίας, της εξόντωσης της αντιπολίτευσης, της στοχοποίησης ευάλωτων ομάδων, της υποκίνησης βίας και της εκλογικής νοθείας.
Με λίγα λόγια, η εξουσία βασίζεται κυρίως στο ψέμα, στον φόβο και σε κάποιον βαθμό οικονομικής ευημερίας, συνήθως απατηλής, η οποία διατηρεί σχετική ευταξία και σταθερότητα, προάγοντας παραλλήλως τον ευρύτερο δυνατό κομφορμισμό.
Ο αυταρχισμός μπορεί να εξισωθεί με την απουσία λογοδοσίας, με την αυθαιρεσία της εξουσίας, η οποία συνήθως στηρίζεται στις ένοπλες δυνάμεις και σε μια γραφειοκρατία στελεχωμένη από πρόσωπα πιστά στο καθεστώς. Έτσι, εξασφαλίζεται επ’ αόριστον —στην πραγματικότητα, μέχρι νεωτέρας— η πολιτική θητεία του άρχοντα ή του κυβερνώντος κόμματος, εφόσον συνήθως πρόκειται για μονοκομματικό κράτος.
Τα αυταρχικά καθεστώτα υιοθετούν τις «θεσμικές παγίδες» των δημοκρατιών, όπως είναι τα συντάγματα, τα οποία ωστόσο παίζουν διάφορους ρόλους: μερικές φορές είναι «εγχειρίδια λειτουργίας» (που περιγράφουν τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης), ή συνθήματα που συμπυκνώνουν τις προθέσεις του καθεστώτος (π.χ. Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών), ενώ συνήθως περιλαμβάνουν άρθρα που ορίζουν δικαιώματα τα οποία δεν μπορούν να ασκηθούν στην πράξη.
Για παράδειγμα, ο Λένιν περιέγραφε το Σύνταγμα της Σοβιετικής Ρωσίας του 1918, τον πρώτο χάρτη της νέας Ρωσικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Σοβιετικής Δημοκρατίας (RSFSR), ως «επαναστατικό»: ήταν, έλεγε, εντελώς διαφορετικό από οποιοδήποτε σύνταγμα άλλου έθνους-κράτους. Ωστόσο, αν το μελετήσει κανείς, πρόκειται για δείγμα «αυταρχικού συνταγματισμού» χωρίς δεσμεύσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε στις φιλελεύθερες πολυκομματικές δημοκρατίες.
Όπως είπα, καθώς υπάρχουν πολλές μορφές αυταρχισμού και ποικίλες ιδιαιτερότητες σε κάθε καθεστώς που κρίνεται αυταρχικό, αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τον χαρακτηρισμό ενός καθεστώτος είναι οι τάσεις που παρουσιάζει: διχαστική ρητορική, άκρατο λαϊκισμό με ψευδολογία, καλλιέργεια παράλογων φόβων, φυσική εξόντωση πολιτικών αντιπάλων, δολοφονία χαρακτήρων, δημιουργία μηχανισμών για να διασφαλιστεί ότι η ένταση της διαφωνίας δεν υπερβαίνει το επίπεδο που θεωρείται ανεκτό.
Προπάντων, ένα θεωρητικά «δημοκρατικό» καθεστώς τείνει να μεταμορφωθεί σε αυταρχικό όταν εμφανίζονται ηγέτες που κερδίζουν τεράστια δημοτικότητα περιφρονώντας τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές: αντίθετα απ’ ό,τι τείνουμε να πιστεύουμε, οι λαοί, ιδιαίτερα οι εξω-ευρωπαϊκοί λαοί, δεν είναι δεσμευμένοι στην ιδέα της δημοκρατίας.
Αν δεχτούμε αυτή την παρατήρηση, η οποία έχει επιβεβαιωθεί από την Ιστορία —αν και πράγματι οι συνθήκες και ο βαθμός ωρίμανσης των κοινωνιών μεταβάλλονται—, πολλά δημοκρατικά καθεστώτα, ιδίως εκείνα με ειδικές παραμορφώσεις, είναι επιρρεπή σε αυταρχικό μετασχηματισμό.
Έτσι, η ανάδυση ατόμων που σε μια χρονική στιγμή ανταποκρίνονται στα ένστικτα των μαζών —κάποτε ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ, ο Στάλιν· σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν— μπορούν με φαινομενικά δημοκρατικές ή, εν πάση περιπτώσει, «φιλολαϊκές» διαδικασίες να προσδώσουν αυταρχική ουσία στα καθεστώτα χωρίς απαραιτήτως να προσφύγουν σε βία.
* Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι συγγραφέας και αρθρογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά, με καταγωγή από τη Δωρίδα.