Χρόνος ανάγνωσης: 5 λεπτά
Σαν μαθητής του λυκείου, του άρεσε να πηγαίνει στο γήπεδο με τους φίλους του, να τριγυρνάει στην Αθήνα οδηγώντας τη μηχανή του και να ονειρεύεται το μέλλον στο πλάι της Μπέττυς, του εφηβικού του έρωτα. Μέσα του από νωρίς έκαιγε μια φλόγα – να αλλάξει τον κόσμο.
Αν είχε αφιερώσει περισσότερο χρόνο στο διάβασμα, θα γνώριζε ότι οι αιτίες των μεγάλων ιστορικών αλλαγών είναι ο πόλεμος, η οικονομία και οι θεσμοί. Δεν του άρεσε η μελέτη, όμως, και άλλωστε ήδη είχε στο μυαλό του μια πιο απλή ιδέα: ο κόσμος μπορεί να αλλάξει και από τα κάτω, με τη δύναμη των λαών.
Αυτό δεν είχαν κάνει εξάλλου τα μεγάλα του πολιτικά ινδάλματα, ο Τσε Γκεβάρα (το όνομα του οποίου θα έδινε στον μικρό του γιο) και ο Φιντέλ Κάστρο (στην κηδεία του οποίου, πολλά χρόνια αργότερα, θα ήταν ο μόνος Ευρωπαίος ηγέτης που παρέστη); Γιατί όχι κι εκείνος;
Η πολιτική πορεία του Αλέξη Τσίπρα υπήρξε συνταρακτική. Σε ηλικία 34 ετών έγινε ο νεότερος αρχηγός πολιτικού κόμματος στη Μεταπολίτευση. Στα 41 του έγινε ο δεύτερος νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
Κλασική περίπτωση χαρισματικού πολιτικού ηγέτη, δεδομένου ότι κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα μεγάλο προσωποπαγές κόμμα με το οποίο κέρδισε την εξουσία υποσχόμενος τη ριζική αλλαγή των πάντων, μεσουράνησε για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια στην κεντρική πολιτική σκηνή, από την οποία είδε να αποχωρούν, ηττημένοι από εκείνον τον ίδιο, οι περισσότεροι από τους αντιπάλους του.
Κέρδισε δύο εθνικές εκλογές και ένα δημοψήφισμα, συγκυβέρνησε για τέσσερα χρόνια με ένα ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα και, μέχρι σήμερα, άσκησε αξιωματική αντιπολίτευση για συνολικά επτά χρόνια, που είναι ένα ακόμη ρεκόρ.
Οι επιτυχίες στην πολιτική καριέρα του κ. Τσίπρα ήταν ευθέως ανάλογες με την ένταση των κρίσεων και της πόλωσης στη χώρα. Είδε τη δημοτικότητά του να αυξάνεται πρώτα κατά τη διάρκεια του ταραγμένου 2008, κατόπιν να φουσκώνει περισσότερο εν μέσω του κινήματος αγανάκτησης που δημιούργησε το πρώτο μνημόνιο και, τέλος, να εκτοξεύεται στα ύψη όταν τα παραδοσιακά κόμματα αποδείχτηκαν αδύναμα στη διαχείριση της κρίσης.
Δεν έδειξε καμία προθυμία να τα συνδράμει, ασφαλώς, αφού η δική τους αδυναμία ήταν η δική του χρυσή ευκαιρία για να ανέβει στην εξουσία. Κυβέρνησε παρουσιάζοντας τη χώρα σαν αυτή να βρισκόταν σε κατάσταση διαρκούς απειλής από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, με συγκρουσιακή ρητορεία, θέτοντας στην κοινωνία αδυσώπητα διλήμματα, χωρίς ωστόσο να παρουσιάζει κάποια ρεαλιστική πρόταση επανόδου στην κανονικότητα.
Ακόμη κι όταν έχασε την εξουσία το 2019, το κύριο μέλημά του έγινε η διατήρηση μιας αίσθησης γενικής κρίσης και επικείμενης καταστροφής. Επέμεινε να χρησιμοποιεί καταγγελτικό λόγο, να πολώνει την κοινωνία και να ασκείται στην πολιτική εχθροπάθεια, δίχως ελάχιστη διάθεση συμβιβασμών. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του. Δεν κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν και πως η χώρα δεν άντεχε άλλο την απαισιοδοξία και ήταν έτοιμη να αφήσει την κρίση πίσω της.
Ο αρχηγός της Κεντροδεξιάς, αρνούμενος ευφυώς να εφαρμόσει παρόμοια τακτική πόλωσης, έφερε στην πολιτική σκηνή ένα κύμα θετικής ενέργειας, παρουσίασε με απλό και πειστικό τρόπο ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που, όταν ήρθε στην εξουσία, άρχισε να εφαρμόζει με συνέπεια. Κατά τη γνώμη του κ. Τσίπρα επρόκειτο για τη «χειρότερη κυβέρνηση» της Μεταπολίτευσης. Κατά τη γνώμη των ψηφοφόρων ήταν μια κυβέρνηση που απλά έδειχνε ότι μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Ο κ. Τσίπρας διατήρησε στο βάθος την κοινωνική συστολή που ήταν χαρακτηριστική του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγάλωσε.
Οι τελευταίες εκλογές ήταν για τον κ. Τσίπρα μια πανωλεθρία. Εχοντας προ πολλού ξοδέψει το παλιό του χάρισμα, με το κόμμα του τώρα να βρίσκεται σε άτακτη εκλογική υποχώρηση, η πιθανότητα επιστροφής στην εξουσία είναι πρακτικά ανύπαρκτη. Τον τελευταίο καιρό η οργανωτική κομματική δουλειά επίσης τον κούραζε, ενώ ούτε η επιδίωξη μιας διεθνούς καριέρας φαίνεται να τον συγκινεί. Τι απομένει;
Εκτός από τις υπερβολές της πολιτικής υπεροψίας, που αναπόφευκτα συνοδεύουν την άσκηση της εξουσίας, ο κ. Τσίπρας διατήρησε στο βάθος την κοινωνική συστολή που ήταν χαρακτηριστική του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγάλωσε.
Εξακολούθησε να αισθάνεται άβολα με το επιτηδευμένο ντύσιμο και τις επίσημες παραστάσεις, συνέχισε να παρακολουθεί το ποδόσφαιρο και, αντί για ακριβά εστιατόρια με κομψούς συνδαιτυμόνες, προτιμά ακόμη να πηγαίνει με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες σε μικρές ταβέρνες της γειτονιάς για ένα κρασί και κομματικά καλαμπούρια. Ακόμη πιο πολύ του αρέσει να βρίσκεται με τα παιδιά, τον Παύλο και τον μικρό Ερνέστο, στο σπίτι και να κολυμπάει στην κοντινή παραλία.
Πού να βρίσκεται σήμερα, άραγε, εκείνη η μηχανή των εφηβικών του χρόνων; Αν μπορούσε να την καβαλήσει μαζί με την Μπέττυ και να χαθούν ξανά στους δρόμους της Αθήνας, όπως τότε που ήταν νέοι!
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας.