Χρόνος ανάγνωσης: 4 λεπτά
Τριάμισι σχεδόν χρόνια μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2019, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζει μια εικόνα μάλλον στατική στις δημοσκοπήσεις. Ενώ η απόσταση μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων βαίνει μειούμενη, η διαφορά – κυμαίνεται grosso modo από 5,8 έως 8 μονάδες – αποτυπώνει τη δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να αναπτύξει δυναμική ανατροπής των συσχετισμών. Παρά τη φθορά και την κόπωση που συνοδεύει την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καρπώνεται το κόστος. Πού οφείλεται αυτό;
Καταρχάς, ενώ ο κομματικός ανταγωνισμός δεν άλλαξε ως προς τη διάταξη των κομμάτων από το 2019, η αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ ανακόπτει την ευθεία πορεία δυσαρεστημένων ψηφοφόρων προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μη φαίνεται δημοσκοπικά να έχει εισροές ψήφων που μπορεί να το φέρουν στον άμεσο ορίζοντα στη δεύτερη θέση, η ανανέωσή του όμως προσφέρει μια επιπλέον επιλογή στους δυσαρεστημένους από την κυβέρνηση, ενώ μπορεί να αναδιατάξει τις προτιμήσεις στα αριστερά του άξονα, καθώς μέρος παλαιών του ψηφοφόρων διάκεινται θετικά τόσο στην ηγεσία όσο και στις θέσεις του κόμματος. Άρα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον δύο ικανούς, αν και άνισους αντιπάλους στα δεξιά του.
Μια δεύτερη αιτία είναι ότι η συγκυρία των κρίσεων – Έβρος, πανδημία, ελληνοτουρκικές σχέσεις, πόλεμος εναντίον Ουκρανίας, πληθωριστική – λειτούργησε μέχρι στιγμής υπέρ της κυβέρνησης, εφόσον έδωσε εξακολουθητικά τεστ διαχειριστικής ικανότητας σε εξαιρετικές συνθήκες με πολύ ετερογενή αίτια.
Η ΝΔ φαίνεται συστηματικά να έρχεται πρώτη στις θεματικές που απασχολούν κατά προτεραιότητα την κοινή γνώμη, τόσο στις εγγενώς διαφιλονικούμενες όσο και στης κοινής αποδοχής.
Με εξαίρεση το ζήτημα της διαφάνειας, στο οποίο οι αρχηγοί των δύο πρώτων κομμάτων φαίνονται να «ισοφαρίζουν» ή η ΝΔ να υπολείπεται του ΣΥΡΙΖΑ, στα ζητήματα της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής, της ενέργειας, της άμυνας, της εγκληματικότητας, ο Πρωθυπουργός φαίνεται να υπερέχει στη διαχειριστική ικανότητα, στο τμήμα εκείνων των κεντρώων ψηφοφόρων, η προτίμηση των οποίων μπορεί να είναι καθοριστική για το εκλογικό αποτέλεσμα.
Κατ’ επέκταση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει πείσει ακόμα ότι έχει μια ικανή ηγεσία και στελέχη που μπορούν να φανούν στο ύψος αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων.
Παρά την αυξημένη προεδροποίηση του κόμματος μετά το τελευταίο συνέδριό του, η εικόνα της πλειοψηφίας των στελεχών του δεν παραπέμπει σε ηγετική ομάδα με υψηλή τεχνοκρατική γνώση, διαχειριστική ικανότητα και ανθεκτικότητα.
Και ενώ το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο έχει πλέον εκλείψει, οι κακές μνήμες των καλοκαιριών του 2015 και του 2018 λειτουργούν αποτρεπτικά για μια έκδηλη προτίμηση αμφιταλαντευόμενων ψηφοφόρων υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανασφάλεια που δημιουργεί το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, η ενεργειακή κρίση, οι πληθωριστικές πιέσεις αναδιατάσσουν τις προτεραιότητες των ψηφοφόρων, ενώ μετατρέπουν τη διακυβέρνηση σε εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολη άσκηση.
Προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει γρηγορότερα επιλέξιμος σε μια κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων πέρα από αυτούς που παραταξιακά ταυτίζονται μαζί του, πρέπει να αναπτύξει το προφίλ – θέσεις, εικόνα, ρητορική, ανθρώπινο δυναμικό – ενός κόμματος που εμπνέει εμπιστοσύνη σε μια σειρά δύσκολων διαχειριστικών ζητημάτων, εγχώριων και διεθνών.
*Η Λαμπρινή Ρόρη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο