“Στον δρόμο προς την Ελευθερία, Οι επαρχίες Λιδορικίου και Μαλανδρίνου στην Επανάσταση (1821-1828)” – Προδημοσίευση του βιβλίου του Δωριέα Ανδρέα Κυτέα
Χρόνος ανάγνωσης: 16 λεπτά
Οι επαρχίες του Λιδορικίου και του Μαλανδρίνου ήταν από τις πρώτες της Στερεάς που ξεσηκώθηκαν στα τέλη Μαρτίου του 1821 ακολουθώντας το παράδειγμα του Μοριά. Ήταν επίσης οι πρώτες που έδιωξαν ή εξόντωσαν τους κυρίαρχους Οθωμανούς και έως τον Απρίλιο του ’25 έμειναν απάτητες κι ελεύθερες· η θέση τους δε τις έκανε να είναι και πάλι, τον Αύγουστο του 1828, οι πρώτες οριστικά ελεύθερες επαρχίες της Ρούμελης.
Πώς έγιναν όμως όλα αυτά; Ποιοι τα πραγματοποίησαν;
Τι συνέβαινε στις επαρχίες λίγο πριν από τον Ξεσηκωμό και σε τι περιβάλλον ξέσπασε η Επανάσταση στις επαρχίες;
Τί καλλιεργούσαν οι άνθρωποί τους και ποιος όριζε τη γη και τη φορολογία;
Τί καταμαρτυρούν οι πηγές για τους τοπικούς ηγέτες της Επανάστασης; τί διηγούνται για τον απλό αγωνιστή ο οποίος ακολουθούσε τον μπουλουξή αρχηγό όπου η περίσταση κι οι ανάγκες του Αγώνα το όριζαν;
Πώς βίωναν τον πόλεμο οι άμαχοι, οι γυναίκες και τα παιδιά και πού έβρισκαν καταφύγιο στη διάρκεια των επιδρομών;
Ποια ήταν η τοπική εκδοχή των εμφυλίων; Υπήρξαν πολιτικές αντιθέσεις; Γιατί υποτάχθηκαν οι επαρχίες τον Ιούνιο του ΄26;
Αυτά τα δύσκολα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο του Ανδρέα Κυτέα: Στον δρόμο προς την Ελευθερία, Οι επαρχίες Λιδορικίου και Μαλανδρίνου (Δωρίδος) στην Επανάσταση (1821-1828).Πρόκειται για αρχειακή έρευνα 352 σελίδων από τις εκδόσεις Φαρφουλά, με εκτενή εισαγωγική αναφορά στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον στο οποίο ξέσπασε η Εξέγερση στην περιοχή, την παρουσίαση των γεγονότων του οκτάχρονου Αγώνα και την οριστική εκδίωξη των εχθρών τον Αύγουστο του 1828.
Η έκδοση του βιβλίου ενισχύθηκε από το Δήμο Δωρίδος· το προλογίζει ο ιστορικός και δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος και το χαιρετίζει στις πρώτες του σελίδες ο δήμαρχος Δωρίδος Γεώργιος Καπεντζώνης.
* Ο Ανδρέας Κυτέας γεννήθηκε το 1959, μεγάλωσε στην Ποτιδάνεια της Δωρίδας και εργάστηκε ως μηχανικός τηλεπικοινωνιών Τ.Ε.
Εξέδιδε την περίοδο 1999-2007 την τοπική εφημερίδα “Λόγος” και παρακολούθησε για δυο περιόδους το Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
* * Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε 10 ημέρες και θα διατίθεται από τα βιβλιοπωλεία “ADAGIO II” στη Ναύπακτο, “Ευπόλιον” στο Ευπάλιο, και του Λιδωρικίου.
*** Η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει τον Αύγουστο στο Θέατρο της ποτιδάνειας.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΝΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Επιδρομή στη Βαρνάκοβα και τα Παλιοξάρια
Λίγες μόλις μέρες μετά τα γεγονότα του Μαλανδρίνου, τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι υπό τους Οστάνμπεη (Μουστάμπεη) και Κεχαγιά του Ιμπραήμ Πασά, κίνησαν από το Μεσολόγγι και ήρθαν στην Ναύπακτο. Στις 29 Ιανουαρίου διάβηκαν το Μόρνο και κατευθύνονταν στη Βαρνάκοβα, όπου ήταν ένα από τα στρατόπεδα της επαρχίας Λιδορικίου· σε αυτό το ύψος τους ανέκοψαν για κάποιες ώρες, δηλαδή όσο άντεξαν, οι λίγοι στρατιώτες του Σκαλτσά που είχαν φυλάκιο στην Αγία Τριάδα, πιθανά στην εκκλησία ανάμεσα στον Κάμπο και το Κλήμα. Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν συντεταγμένα στην Βαρνάκοβα, ενώ, «από μεν τους εχθρούς εφονεύθησανέξ, οίτινες και ελαφυραγωγήθησαν, εξωγρήσθη δε και είς, από δε των Ελλήνων ουδείς εβλάφθη».[1]
Μετά την σύγκρουση στην Αγία Τριάδα οι Τούρκοι γύρισαν και στρατοπέδευσαν στον Άμπλα, δηλαδή στο σημερινό Ευπάλιο. Την επόμενη μέρα οι εχθρικές δυνάμεις κίνησαν και πάλι προς τα πάνω μέρη και αναπτύχθηκαν γύρω από τη Βαρνάκοβα και το Βλαχοκάτουνο έως τη Βελβίτσενα[2] των Κραβάρων. Συνέλαβαν αιχμαλώτους πολλούς Αποκουρίτες και άλλους Δυτικοελλαδίτες, οι οποίοι έφευγαν να γλυτώσουν προς τις επαρχίες της Ανατολικής Ελλάδας και μάζεψαν από τις γύρω περιοχές επτά χιλιάδες πρόβατα. Οι στρατιώτες του Σκαλτσά που βγήκαν από τη Βαρνάκοβα για να τους αποκρούσουν «εφόνευσαν πέντε, εξώγρησαν δε και ένα Άραβα». Στη συνέχεια οι επιδρομείς επέστεψαν και στρατοπέδευσαν στο Ελαιοστάσιο, στο Μεραφέντι.
Η αναφορά του Σκαλτσά για την εχθρική επίθεση της 29ης Ιανουαρίου, στάλθηκε στην κυβέρνηση από το Παλιοξάρι στις 6 Φεβρουαρίου. Μια ώρα πριν φέξει, περιγράφει, οι εχθροί κτύπησαν αιφνιδιαστικά «εις το κατά την Ναύπακτον στρατοπεδευμένον σώμα μου»,[3] δηλαδή στο Ομέρ Εφέντη. Η μάχη διήρκησε έως τις ένδεκα και οι Τούρκοι υποχώρησαν με πολλούς σκοτωμένους και λαβωμένους «εκ των οποίων επτά επήραν οι εδικοί μας, έπιασαν και έναν ζωντανόν, οίτις είναι γενήτσαρης και Τοπτζής του Σουλτάνου. Επήραν και πέντε άλογα. Από τους εδικούς μας τρείς εφονεύθησαν και είςεπληγώθη. Επήραν και οι εχθροί γυναίκας, παιδία και πολλά πρόβατα. Την νύκταν εκείνην εκοιμήθησαν εις Μαραφέντη». Την άλλη μέρα, αναφέρει ο Σκαλτσάς, οι εχθροί ήρθαν κατ’ απάνω, «αλλ’ όντες προπαρασκευασμένοι (προετοιμασμένοι) οι εδικοί μας τους αντέκρουσαν ανδρείως». Στη δε μάχη που ακολούθησε και διήρκησε οκτώ ώρες, σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί από τους εχθρούς, «εξ’ ών εξ έκδυσαν οι εδικοί μας, έπιασαν και έναν ζωντανόν αράπην. Από δε τους εδικούς μας δύο εφονεύθησαν και είς επληγώθη. Οι δε εχθροί με καταισχύνην των έφυγον».
Τους αιχμάλωτους Τούρκους και τον Άραβα των αναφερόμενων μαχών, έστειλε ο Σκαλτσάς στην κυβέρνηση, με νέες εκκλήσεις για την αποστολή πολεμοφοδίων, τροφών και χρημάτων. Η κυβέρνηση εξέφρασε την ικανοποίηση της για την επιτυχή αντίκρουση των εχθρικών επιθέσεων και ενημέρωσε τον αρχηγό ότι στέλνει τις προμήθειες που μπορεί, επισημαίνοντας όμως τις δυσκολίες που υπάρχουν στην μεταφορά τους και την «παντελή αχρηματία» του εθνικού ταμείου.
Σε γράμμα του «προς τους εις Σάλωνα Στρατηγούς», στις 30 Ιανουαρίου, ο Σκαλτσάς αναφέρει ότι «εχθές ευγήκαν οι Τούρκοι από Έπαχτον έως πέντε χιλιάδες»· κι ενώ ενημέρωσε για τις συγκρούσεις στη στεριά, σημπλήρωσε πως «το επίλοιπον (εχθρικό) ασκέρι με τα καράβια εκοιμήθηκαν εις Τερζώνια, τα δε καράβια ετραβούσαν κατά την Βιτρινίτζαν».[4]
Ο Σκαλτσάς στρατολόγησε και άλλους από τα χωριά της επαρχίας και ειδοποίησε τους άλλους αρχηγούς στις γύρω επαρχίες για τις κινήσεις των Τούρκων, που σύμφωνα με όσα είπαν κάποιοι αιχμάλωτοι στην ανάκριση είχαν σκοπό να περάσουν για τα Σάλωνα. Στη Γρανίτσα ήταν εκείνες τις μέρες με το σώμα του και ο Βαγγέλης Κοντογιάννης, ανεψιός του αρματολού του Πατρατζικίου Μήτσου Κοντογιάννη, με κατεύθυνση το Μεσολόγγι όπου κατόπιν εντολής θα πήγαινε και ο Σκαλτσάς.
Στην επιστολή του ο έπαρχος πληροφορεί την κυβέρνηση ότι η επαρχία συντηρεί με τροφές το σώμα του Σκαλτσά, αλλά λείπουν τα πολεμοφόδια. Ζητά λοιπόν την αποστολή τροφών και πολεμοφοδίων και προτείνει ως τόπο αποστολής τα Τριζόνια γιατί όταν έρχονται τροφές στα άλλα προσβάσιμα στους πολίτες σκαλώματα μαζεύεται πολύς πεινασμένος κόσμος.[5]
Την κατάσταση στα πάνω μέρη της επαρχίας Λιδορικίου περιέγραψαν με επιστολή τους στις 2 Φεβρουαρίου οι εκεί πρόκριτοι, όταν αναφέρονταν στην σύγκρουση Σκαλτσά – Αποκορίτη. «Ημείς -γράφουν- είμεθα ανάμεσον των εχθρών των εν Πατρατζικίω και Ναυπάκτου και καθημερηνώς πολεμούμεν τους εχθρούς και δεν ημπορούμεν να βασταχθώμεν. Από το άλλο μέρος τα συχνοπεράματα των στρατευμάτων δια την όπισθεν του Μεσολογγίου εκστρατείαν και αι επιστροφαί εις τα Σάλωνα μας ηφάνισαν από τα πολλώτα τα έξοδα. Και ως χείριστον πάντων αι πολλαί καταχρήσεις των και μάλιστα όπου εβιάσθημεν να στενοχωρήσωμεν τους πολλούς κατοίκους, αν είχεν μίαν οκκάν άλεβρον να το φορτώσουν και να το υπάγουν στην Δερβάκιτσα εις εξοικονόμησιν του στρατοπέδου».[6]
Οι στρατοπεδευμένοι στα χαμηλά της επαρχίας Λιδορικίου, Τούρκοι και Άραβες, δεν έπαυσαν να επιτίθενται και να λεηλατούν τα χωριά γύρω από τη Βαρνάκοβα και να αιχμαλωτίζουν τους πρόσφυγες των δυτικών επαρχιών, οι οποίοι αναζητούσαν ασφάλεια στα ανατολικά μέρη. Εκεί γύρω στις 10 Φεβρουαρίου πραγματοποίησαν μια μεγάλη διείσδυση προς τα πάνω χωριά και στις 13 του μήνα έφτασαν στο Κάτω Παλιοξάρι. Με δέος και φρίκη ο έπαρχος Λιβερόπουλος ενημέρωσε στις 15 Φεβρουαρίου την κυβέρνηση με επιστολή του από το Πάνω Παλιοξάρι για «τα προλαβόντα δεινά, το θάνατο(ς) και την αιχμαλωσία, τα οποία οι άνθρωποι ιδίοις όμασι είδον».[7] Οι διασωθέντες κάτοικοι των κάτω μερών της επαρχίας Λιδορικίου, οι του Μαλανδρίνου, οι Αποκουρίτες και οι Ζυγιώτες, αναζητώντας ασφάλεια έπιασαν τα βράχια και τις σπηλιές της Κόκας του Παλαιοξαρίου.
Όλοι αυτοί οι αποκλεισμένοι που κατέφυγαν στην Κόκα, αναφέρει ο Λιβερόπουλος, «υστερούνται πολεμοφοδίων χωρίς των οποίων κινδυνεύει η ασφάλεια των», και συνεχίζει: «Οι καταφυγόντες δυστυχείς ούτοι Δυτικοελλαδίτες εις αυτά τα οχυρώματα, έχουν μήνας ολόκληρους να ιδούν έμπροσθεν τους άρτον, ζώντες με ελαιολείψανα (κουκούτσια ελιάς) και φύλλα δέντρων. Και αν από την φοβεράν μάχαιραν του εχθρού διασωθούν κινδυνεύουν ν’ αποθάνουν της σκληρής πείνης». Τέλος, ειδοποιεί την κυβέρνηση ότι μεταβαίνει στο Ναύπλιο ο Παναγιώτης Κονδύλης «ίνα και δια ζώσης φωνής ομολογήση τα ανωτέρω και παραλάβη και πολεμοφόδια και τροφές».
Επιστολή στην κυβέρνηση έστειλαν την ίδια μέρα, στις 15 Φεβρουαρίου από το Παλιοξάρι και οι πρόκριτοι των κάτω χωριών του Λιδορικίου, αναφέροντας κι αυτοί ότι οχυρώθηκαν «εις την αποκλείστραν της Κόκας εις την οποίαν ασφαλίσαμεν τα γυναικόπαιδα». Ενημερώνουν επίσης ότι ζήτησαν από τον Δ. Σκαλτσά εξήντα στρατιώτες, οι οποίοι και έστησαν ταμπούρια και προστάτευαν τους τέσσερις χιλιάδες αμάχους. Λείπουν όμως, ενημέρωναν, τα πολεμοφόδια και τροφές έχουν για ένα περίπου μήνα μόνο διακόσιοι, «οι δε λοιποί ζώμεν με γκόρτζα, καλαμποκότσαλα και τζήπουρα». Παρακαλούσαν τέλος την διοίκηση να τους στείλει κυρίως πολεμοφόδια, διότι, όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, «αποφασίσαμεν να φάμε χώμα και να αποθάνωμεν, αι μεν γυναίκαι και τα μικρά παιδιά μας από την πείναν, ημείς δε από τον τιμιώτατον θάνατον του βολιού».
Η επιστολή των προκρίτων στάλθηκε στην κυβέρνηση με τον Παλιοξαρίτη Παναγιώτη Κονδύλη και την υπέγραφαν, οι Παπαθανάσης και Αναγνωστάκης (Παπαθανασίου) από το Παλιοξάρι, Στάθης (μάλλον Αδαμόπουλος) από το Λυκοχώρι, Αντώνης από το Κλήμα, Αναγνώστης (Τσιρεμέγκλης) από τον Παλιόμυλο, Στάθης (Μπεζαϊτης) από την Περιθιώτισσα και ο μοναχός Κυπριανός από τη Βαρνάκοβα.
Ο Π. Κονδύλης πρέπει να έφθασε στο Ναύπλιο στις 10 Μαρτίου, όπως προκύπτει από το σημείωμα του Εκτελεστικού προς το υπουργείο Πολέμου, με το οποίο διατασσόταν η αποστολή πολεμοφοδίων και τροφών στους αποκλεισμένους της Κόκας. Απεστάλησαν έτσι «200 οκ. Πυρίτιδα, το ανάλογον μολύβι και χαρτί και 1000 τουφεκόπετραι».[8] Η αναφορά στον αποκλεισμό της Κόκας, στον φάκελο του Παλιοξαρίτη αγωνιστή Νικολάου Παπα-Μηλιώνη, μας πληροφορεί ότι οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την αποκλείστρα και να βλάψουν τους αποκλεισμένους.
Η τρομερή πίεση του εχθρού στην ευρύτερη περιοχή, με τη συγκέντρωση σχεδόν πενήντα χιλιάδων Τούρκων και Αράβων στα δυτικά των Σαλώνων,[9] δυσκόλεψε πολύ και την τροφοδοσία των ελληνικών σωμάτων. Ο Σκαλτσάς προειδοποιεί για μια ακόμη φορά την κυβέρνηση, στις 10 Φεβρουαρίου από το Λιδορίκι, ότι λείπουν τα αναγκαία όπλα και οι τροφές και διερωτάται: «πώς είναι δυνατόν οι στρατιώται να καταφρονήσουν τον θάνατον και να έχουν ευπείθειαν εις τους αρχηγούς των;». Παρόμοια επιστολή για την αποστολή των αναγκαίων προμηθειών, στέλνει και ο Αποκορίτης από τα Καρούτια, στις 28 του ίδιου μήνα, ζητώντας τροφές και πολεμοφόδια, «ίνα μη το σώμα μου βεβιασμένον διαλυθή».[10] Ενημερώνει επίσης ότι γίνονται καθημερινές μάχες με τους εχθρούς στα κάτω μέρη των επαρχιών και πως την ημέρα εκείνη, οι άνδρες του σκότωσαν 10 και πήραν 1200 πρόβατα από αυτά που είχαν αρπάξει οι Τούρκοι από τα χωριά. Την «χωσιά» του Αποκορίτη στην περιοχή της Ναυπάκτου, με τους σκοτωμένους Τούρκους και τα πρόβατα, επιβεβαιώνει και ο έπαρχος Λιβερόπουλος σε επιστολή του στην κυβέρνηση, στις 24 Φεβρουαρίου από τη Βιτρινίτσα.[11]
Με νέα επιστολή ο Σκαλτσάς από την Βαρνάκοβα στις 30 Μαρτίου ενημέρωσε ότι «οι κάτοικοι της επαρχίας λοιδωρικίου βλέποντες τον μέγαν κίνδυνον, απεφάσισαν και οχυρώθησαν εις διαφόρους αποκλείστρας· μαζί και πολλοί άλλοι από άλλες επαρχίας, αποκουρήται, ζυγιώτες και βλάχοι».[12]
Έστειλε έτσι δυο ανθρώπους του «να πάρουν από την κυβέρνηση :200 διακόσιαις οκάδες πυρίτιδα με το ανάλογον χαρτί και μολύβι», γιατί όπως εξηγούσε, χωρίς αυτά τα πολεμοφόδια «ο οχυρός τόπος θέλει φανεί ανωφελής»· και να «μη κινδυνεύσωσιν τόσες χιλιάδες ψυχές αι οποίαι ζώσιν με λάχανα μόνον, και καμίαν φοράν με κρέας».[13]
1 Έπαρχος Λιβερόπουλος από Γρανίτσα, ΓΑΚ, Βλαχογιάννη, Εκτελεστικό Φ18 έγγρ. 20
2 Ο σημερινός Παλιόπυργος Ναυπακτίας.
3 ΓΑΚ Βλαχ. Εκτελεστικό Φ18 έγγρ. 25
4 «Εφημερίς Αθηνών», φύλλο 10ης Φεβρουαρίου 1826
5 ΓΑΚ, Βλχ, Εκτελεστικό Φ18 έγγρ. 20
6 ΓΑΚ, Βλαχογιάννη, Εκτελεστικό Φ18 έγγρ. 3
7 ΓΑΚ, Εκτελεστικό Φ175 έγγρ. 62
8 ΓΑΚ, Βλαχογιάννη, Εκτελεστικό Φ18 έγγρ. 184
9 Προβούλευμα των πληρεξουσίων της Στερεάς, 6 Φεβρουαρίου 1826, ΓΑΚ, Εκτελεστικό Φ158 έγγρ. 146,147
10 ΓΑΚ, Εκτελεστικό Φ160 έγγρ. 154
11 ΓΑΚ, Βλαχογιάννη, Εκτελεστικό Φ18 έγγρ. 120
12 ΓΑΚ, Βλχ. Εκτελεστικό Φ15 έγγρ. 230