Χρόνος ανάγνωσης: 4 λεπτά
Του Γιάννη Κοτόφωλου*
Παρακολουθώντας τη συζήτηση για τις τράπεζες και τις προοπτικές της οικονομίας, όπως ακριβώς αναπτύχθηκε προ ολίγων ημερών στο Delphi Forum, συγκράτησα πάνω από όλα, την πεποίθηση και την κοινή επισήμανση των συνομιλητών, να μη σπαταληθούν προς την κατανάλωση χρήματα που θα εισρεύσουν από την Ευρώπη, από το Ταμείο Ανάκαμψης και τους άλλους κοινοτικούς και χρηματοδοτικούς πόρους.
Να μην επαναληφθούν δηλαδή τα λάθη του παρελθόντος, τα οποία οδήγησαν συσσωρευμένα στη χρεοκοπία, στην απαξίωση και στις θυσίες δέκα χρόνων.
Να μην καταλήξουν τόσο πολύτιμοι οικονομικοί πόροι, στην εξυπηρέτηση και την αναπαραγωγή ενός παρωχημένου πελατειακού συστήματος θα πρόσθετε με άλλα λόγια κάποιος.
Αυτή είναι η μεγάλη «λούμπα». Τη βιώσαμε κατά κόρον, από τα Μεσογειακά προγράμματα μέχρι και τα πακέτα Ντελόρ, για αυτό και έχει μεγάλη αξία η επισήμανση αυτή.
Τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που θα εισρεύσουν τώρα από την Ευρώπη, αποτελούν πραγματικά μία μοναδική ευκαιρία για να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα άμεσες παραγωγικές επενδύσεις.
Ένα θείο δώρο, σε μία οικονομία που δεν διακρινόταν έτσι κι αλλιώς για την υψηλή της παραγωγικότητα, δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για τους επενδυτές και επιπλέον, μία οικονομία που υποβαθμίστηκε, μετά τα δέκα χρόνια κρίσης, με σημαντικές απώλειες εισοδημάτων, θέσεων εργασίας και περιουσίας για τους περισσότερους Έλληνες.
Το πώς ακριβώς, λοιπόν, με ποια ταχύτητα και με ποιο τρόπο θα αξιοποιηθούν στο έπακρο και σωστά τα λεφτά της Ευρώπης, είναι το πολιτικό ζητούμενο και το ουσιαστικό στοίχημα για την ανάπτυξη και την ποιότητα της ελληνικής οικονομίας.
Αυτή ήταν η δεύτερη συμπληρωματική και πολύ σημαντική επισήμανση. Το πώς αυτά τα χρήματα θα πάνε σε γόνιμες για τον τόπο επενδύσεις, σε επενδύσεις σύγχρονες και αντίστοιχες με τις μεγάλες προκλήσεις και απαιτήσεις της εποχής.
Τα χρήματα αυτά μπορούν και πρέπει: πρώτον, να καλύψουν το τεράστιο κενό επενδύσεων που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 (φυγή κεφαλαίων άνω των 90 δισεκ. ευρώ) και δεύτερον, να συμβάλλουν στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας. Αυτό είναι το προ-απαιτούμενο για μία βιώσιμη (στέρεη και μακροπρόθεσμη)ανάπτυξη.
Να στραφούν δηλαδή όλα αυτά τα κεφάλαια σε επενδύσεις που θα αυξήσουν την παραγωγή και την παραγωγικότητα, θα ενισχύουν τα ανταγωνιστικότερα επιχειρηματικά σχήματα, κυρίως τους εξαγωγικούς κλάδους, θα διασφαλίζουν τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία, στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, και θα προωθούν επίσης τον πράσινο μετασχηματισμό σε όλη την κλίμακα της δραστηριότητας, από την αγορά της ενέργειας, μέχρι τις κατασκευές, τις μεταφορές κλπ.
Παράλληλα, τα χρήματα αυτά πρέπει να αξιοποιηθούν και προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης των δημοσίων αγαθών. Την προαγωγή και τον εκσυγχρονισμό της παιδείας κατά προτεραιότητα και της έρευνας, όπως φυσικά και τους συστήματος δημόσιας υγείας, ειδικά μετά την πανδημία.
Με τις επενδύσεις αυτού του τύπου, οι οποίες μάλλον δεν θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς τον πακτωλό των ευρωπαϊκών Ταμείων, η Ελλάδα μπορεί αφενός να διορθώσει σοβαρά τραύματα του παρελθόντος και αφετέρου να καλλιεργήσει την κουλτούρα της οικονομικής ανάπτυξης.
Χωρίς ανταγωνιστικού επίπεδου Παιδεία, ως γνωστόν ή χωρίς κατάλληλο και επαρκές ανθρώπινο δυναμικό, βιώσιμη ανάπτυξη δεν θα υπάρχει.
* Ο Γιάννης Κοτόφωλος είναι δημοσιογράφος στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ με καταγωγή από Δωρίδα