Χρόνος ανάγνωσης: 8 λεπτά
Τετάρτη βράδυ στο “Ανέμελα” του Βασίλη, κι ένα λάγνο αεράκι σου χαϊδεύει τη ψυχή εκεί στο Γρίμποβο της Ναυπάκτου με τα περίφημα πλατάνια του .
Αργά – αργά οι παρέες πυκνώνουν, με πιο μεγάλη αυτή με τους ερασιτέχνες ρεμπέτες και τα όργανά τους.
Λίγο φαγητό, λίγο πιοτό και τα όργανα αρχίζουν να… ζωγραφίζουν ρεμπέτικες μελωδίες.
«Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ΄ αγαπούνε» για ξεκίνημα και το αυτοσχέδιο γλέντι ξεκινά.
Όλο το μαγαζί μια παρέα , τα ρεμπέτικα να διαδέχονται το ένα τ΄ άλλο, με σεκόντο το θρόισμα των πλατάνων και τον αχό της θάλασσας.
Το κρασί, οι μπύρες και το τσίπουρο πηγαινοέρχεται στα χείλη όλων … για να καθαρίζει ο φάρυγγας . Όσοι πρόλαβαν έφαγαν. Μετά τις 11 ο Βασίλης κλείνει τη κουζίνα και πιάνει καρέκλα με το κρασάκι του δίπλα στους ρεμπέτες . Το κέφι ανάβει και νάσου πρώτος ο Βασίλης ξεκινά το ζεϊμπέκικο.
Αυτό ήταν. Ένας μετά τον άλλον, άνδρες και γυναίκες δίνουν το παρών στις αυτοσχέδιες πίστες!
Οι ώρες περνούν και οι λαϊκορεμπέτικες μελωδίες ακούγονται σαν μυσταγωγία στη σιγαλιά του Γριμπόβου χωρίς κανείς ν΄ αποχωρεί.
Και τότε ο Λάμπρος με το κλαρίνο του, μετά τα μεσάνυχτα, σαν βυζαντινή ραψωδία, συνοδεύει μπουζουκομπαγλαμάδες και κιθάρες κι όλοι μαζί τραγουδάνε… την “προσευχή του μάγκα”……
Θεέ μου μεγαλοδύναμε / που ’σαι ψηλά εκεί απάνω
ρίξε λιγάκι τουμπεκί, / Θεούλη μου / στον αργιλέ μου απάνω
Ανάμεσα στης εκκλησιάς / τις αψηλές καμάρες
ανάβαμε τις λουλαδιές, / Θεούλη μου / σα να ’τανε λαμπάδες
Μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα / με τ’ άσπρα του τα γένια
τραβάω μία ντουμανιά,/ Θεούλη μου / ξεραίνεται στα γέλια
Κι όταν ανάψει ο αργιλές / κι έρθουμε σε ντουμάνι
στείλε όλους τους αγγέλους σου, / Θεούλη μου / να πουν το νάνι νάνι
Τι νύχτα κι αυτή! Κι όπως είπαν επαναλαμβάνεται κάθε Τετάρτη!