Χρόνος ανάγνωσης: 3 λεπτά
Του Γιάννη Κοτόφωλου *
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν το μαλακό υπογάστριο της ελληνικής οικονομίας, στη μετά την υγειονομική κρίση περίοδο. Πράγματι, το βάθος και η διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, αλλά και η προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στη συνέχεια, δεν θα επηρεασθούν μόνο από τις άμεσες εξελίξεις στο τουρισμό. Όσο κρίσιμη και εάν είναι αυτή η παράμετρος.
Θα εξαρτηθούν επίσης, από τη χρηματοδοτική υποστήριξη και τη δυνατότητα επαναλειτουργίας και προσαρμογής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κάθε δραστηριότητας, στα νέα οικονομικά δεδομένα.
Έχοντας υπόψη ότι στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, στην Ελλάδα, απασχολείται ένα ποσοστό εργαζομένων πάνω από το 82% του συνόλου, εύκολα συνειδητοποιεί κανείς ότι το πρόβλημα με τις επιχειρήσεις αυτής της κλίμακας που κτυπήθηκαν από την κρίση, μπορεί να πάρει γρήγορα μεγάλες κοινωνικές διαστάσεις. Εάν δεν αντιμετωπιστεί, βεβαίως, μεθοδευμένα και αποφασιστικά, από την κυβέρνηση και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Η κρίση της πανδημίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα ολοκληρωθεί όπως φαίνεται με δύο σημαντικές διαφορές σε σχέση με την προηγούμενη κρίση.
Εκτός από το πάγωμα της δραστηριότητάς τους για τρείς μήνες, με ότι αυτό συνεπάγεται οικονομικά, οι μικρομεσαίες θα έχουν να αντιμετωπίσουν την αλλαγή που προβλέπουν όλοι στις συνήθειες και τις προτεραιότητες του καταναλωτή, την αλλαγή στις δομές της αγοράς εργασίας και την επιτάχυνση των εφαρμογών στην τεχνολογία.
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη διαφορά, που αναδεικνύεται σε απειλή αφανισμού και πρόκληση επιβίωσης για τους μικρομεσαίους.
Σύμφωνα με μία μελέτη του ΟΟΣΑ, ένα δεν υποστηριχθούν αποφασιστικά σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, μπορεί να εξαφανιστούν έως και το 50% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε παγκόσμια κλίμακα.
Η δεύτερη μεγάλη διαφορά, ωστόσο, είναι η εντυπωσιακή κινητοποίηση της Ευρώπης, η οποία θα διοχετεύσει αυτή τη φορά μεγάλα πακέτα πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στην αγορά, με όλους τους τρόπους. Απευθείας και μέσω των τραπεζών. Για τη στήριξη, την ενίσχυση και τη χρηματοδότηση των οικονομιών της Γηραιάς Ηπείρου, των κλάδων που επλήγησαν περισσότερο και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κυρίως, οι οποίες παράγουν το 57% της προστιθέμενης αξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και απασχολούν το 66% του ενεργού πληθυσμού.
Για αυτό και παρατηρείται τέτοια αγωνία και τέτοια πολιτική κινητοποίηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η οικονομική πρόοδος και η κοινωνική ισορροπία της Ευρώπης, είναι συνυφασμένες άλλωστε με την ανάπτυξη μικρών και μεσαίων επιχειρηματικών μονάδων, στο κέντρο, στις περιφέρειες και στις τοπικές κοινωνίες. Ποιος θα το υποτιμήσει αυτό;
Το πιο καυτό ερώτημα όμως είναι, εάν και πως θα διοχετευτεί στην πραγματική οικονομία και ειδικότερα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όλος αυτός ο πακτωλός των χρημάτων; Πως θα μεταφερθούν οι εθνικές βοήθειες και τα μεγάλα ευρωπαϊκά πακέτα χρηματοδοτήσεων στους τελικούς παραλήπτες;
Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, το πρόβλημα χρήζει ιδιαίτερα αυξημένης προσοχής! Διότι οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες αποτελούν τον καθοριστικό ιμάντα μεταβίβασης των χρημάτων στην οικονομία, δεν έχουν δημιουργήσει γόνιμες σχέσεις με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Δεν διαθέτουν την αντίστοιχη ευρωπαϊκή κουλτούρα, σχετικά με τις εταιρίες και τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες αυτής της κλίμακας. Δεν ενθαρρύνουν, είναι πολύ επιφυλακτικές, αποφεύγουν να τους χορηγούν δάνεια, διατηρούν από το παρελθόν πολλά γραφειοκρατικά προσκόμματα. Αυτό, λοιπόν, επιβάλλεται να αλλάξει.
* Ο Γιάννης Κοτόφωλος είναι δημοσιογράφος στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ με καταγωγή από τη Δωρίδα