Χρόνος ανάγνωσης: 4 λεπτά
Άρθρο του Ιωάννη Δ. Μπούγα
Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης των συναλλαγών, απαιτεί ταχύτατες αποφάσεις και δράσεις εκ μέρους της Διοίκησης, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των συμβαλλομένων.
Η κινητοποίηση μηχανισμών και η προσπάθεια εξισορρόπησης ανατιθέμενων συμφερόντων δημιουργούν διαφωνίες, αμφισβητήσεις καιδιαφορές, η αδυναμία έγκαιρης επίλυσης των οποίων υπονομεύει τη συμφωνία ή επένδυση, με άμεσες επιπτώσεις στην απασχόληση και την οικονομία.
Η Πολιτεία οφείλει να παρέχει σαφές και αποτελεσματικό νομικό πλαίσιο που δεν δημιουργεί σύγχυση και αμφιβολία στους επενδυτές, καθώς και αξιόπιστο σύστημα εξωδικαστικήςδιευθέτησης των διαφορών μέσω εναλλακτικών μορφών επίλυσης (AlternativeDisputeResolution), λ.χ. διαιτησίας ή διαμεσολάβησης, ώστε σε σύντομο χρόνο και με μικρή δαπάνη να υλοποιείται η επένδυση και να επιτυγχάνεται ο οικονομικός σκοπός.
Όταν όμως τα μέρη δεν καταφέρουν να άρουν τη διαφωνία τους ή δεν προβλέπεταιδυνατότητα εξωδικαστικήςεπίλυσης συγκεκριμένων διαφορών (π.χ. διοικητικών) και η υπόθεση αχθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης, επιβάλλεται η ταχεία απονομή της, ώστε η αναμονή έκδοσης αποφάσεως να μη διαρκέσει υπέρμετρα ή ματαιώσει την επενδυτική πρωτοβουλία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει ετησίως από το 2013 Πίνακα Αποτελεσμάτων της Δικαιοσύνης (JusticeScoreboard), με στόχο την προώθηση της ποιότητας, ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας των συστημάτων της Δικαιοσύνης στα κράτη της ΕΕ, συνδέοντας άμεσα την ταχύτητα στην απονομή της με την οικονομία. Αναμφίβολα, μια προβλέψιμη, σύντομη και απλοποιημένη διαδικασία έκδοσης δικαστικών αποφάσεων ασκείσημαντική επίδραση στηνοικονομική δραστηριότητα.
Αναποτελεσματικό δικαστικό σύστημα σημαίνει λιγότερες επενδύσεις και επιχειρηματικές συναλλαγές και δημιουργεί συνθήκες ευνοϊκές για τη μη εκπλήρωση συμβάσεων.
Το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κατ’ επανάληψη καταδικάσει τη χώρα μας για παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου, καθώς έχει διαπιστώσει σημαντικές καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης που υπερβαίνουν τον εύλογο χρόνο, ενώ έχει αποφανθεί ότι στο ζήτημα αυτό η χώρα μας παρουσιάζει στρέβλωση συστημικού χαρακτήρα στη διοικητική, αλλά και στην πολιτική Δικαιοσύνη, με παράλληλες επιπτώσεις στην εθνική οικονομία.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, πρέπει πρωτίστως να ανιχνευθούν και εν συνεχεία να θεραπευθούν οι παθογένειέςτου. Μία από τις βασικές αιτίες είναι ασφαλώς η πληθώρα ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων που παρέχονται στους διαδίκους, με κατάχρηση των δικονομικών ευχερειών εκ μέρους τους, γεγονός πουοδηγεί σε υπέρμετρο φόρτο των δικαστηρίων. Η πρόσληψη νέων δικαστών είναι αλυσιτελής. Με βάση τα στοιχεία έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποτελεσματικότατα της Δικαιοσύνης (CEPEJ), που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2018, ο αριθμός των δικαστών έχει συνολικά αυξηθεί κατά 25% την περίοδο 2014-2016. Στη χώρα μας αναλογούν 25,8 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους (με μέσο όρο 21,5 διεθνώς), αναλογία που είναι από τις μεγαλύτερες.
Η αύξηση λοιπόν του αριθμού των δικαστών δεν αποτελεί λύση και δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται εσαεί. Αντιθέτως, υφίσταται ανάγκη πρόσληψης υψηλών προσόντων δικαστικών υπαλλήλων, ο αριθμός των οποίων σήμερα αντιστοιχεί στο 1/3 περίπου του αριθμού των δικαστών, αναλογία αντίστροφη από ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σοβαρές αιτίες καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης και ενστάσεων για την ποιότητα και αποτελεσματικότητά της συνιστούν οι αδυναμίες στην οργάνωση και τη λειτουργία της, που προκύπτουν από την ανορθολογική χωροταξική κατανομή των δικαστηρίων, τις ελλείψεις υλικοτεχνικής υποδομής και την καθυστέρηση μετάβασης στην ηλεκτρονική Δικαιοσύνη.
Παράγοντες που, αν και δεν είναι προφανείς, ουσιωδώς επηρεάζουν στην αύξηση των δικών είναι οι ατέλειες της νομοθεσίας και η αναποτελεσματική λειτουργία της Διοίκησης, που αντί να επιλύει σε διοικητικό επίπεδο τις διαφορές τις πολλαπλασιάζει, προκαλώντας δικαστικές αντιδικίες με τους ιδιώτες, έναντι των οποίων ενίοτε επιδεικνύει προκλητικά καταχρηστική συμπεριφορά, εξαντλώντας τις δικονομικές ευχέρειες που της παρέχονται από τον νόμο, με αποτέλεσμα η διαφαινόμενη δικαστική εμπλοκή με το Δημόσιο να αποτελεί ανασχετικό παράγοντα ανάληψης επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Ο σταδιακός περιορισμός και η ορθολογική χρήση των ενδίκων βοηθημάτων από τους διαδίκους, η αύξηση των δικαστικών υπαλλήλων, η αναδιάρθρωση του δικαστηριακού χωροταξικού χάρτη, η βελτίωση της νομοθεσίας και η αποτελεσματικότερη λειτουργία της Διοίκησης αποτελούν τους μεσοπρόθεσμους στόχους της Πολιτείας για την ταχύτερη και καλύτερη απονομή της Δικαιοσύνης.
Βραχυπρόθεσμα όμως πρέπει να επεκταθεί η ψηφιακή Δικαιοσύνη, να συγκροτηθούν ειδικά τμήματα επίλυσης διαφορών που αφορούν σε μεγάλες επενδύσεις και να προβλεφθεί η εκδίκασή τους μεσύντομη ειδική διαδικασία.
Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τον σεβασμό της δικαστικής ανεξαρτησίας και τη συμμόρφωση εκ μέρους της Πολιτείας στις δικαστικές αποφάσεις, θα δημιουργήσουν φιλικότερο επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα μας, με ευνοϊκές συνέπειες στην οικονομία.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ