Χρόνος ανάγνωσης: 12 λεπτά
Άρθρο του Ιωάννη Ε. Θεοδωρόπουλου*
(Ευγνωμοσύνης ρήματα στη Γερόντισσα Θεοδοσία και στις μοναχές της Ι.Μονή Βαρνάκωβας:
«Τι ωραώθη και τι ηδύνθη αγάπη, εν τρυφαίς αυτής» , Άσμα Ασμ. 7,7)
Άσκηση είναι η τέχνη να γνωρίσεις τα όρια της ύπαρξής σου και να χαράξεις τον προσανατολισμό σου, όντας εκ-τεθειμένος σε μια διαρκή Βαβέλ, δηλαδή εντός του μη αντικειμενικεύσιμου ορίζοντα της πραγματικότητας.
Η θέση που εδώ θέλουμε να υποστηρίξουμε είναι ότι ο άνθρωπος δύναται να καταφάσκει οντολογικά στην άσκηση. Όχι αποκλειστικά στην αγωνία και στο Είναι προς το θάνατο, όπως διατείνεται, σχεδόν νομοτελειακά, ο Heidegger, ούτε αποκλειστικά και μόνο στη βούληση για δύναμη, όπως επίσης νομοτελειακά διατείνεται ο Nietzsche. Στη διαδικασία της άσκησης δεν υπάρχουν ένα εγώ και ένα εσύ, παρά η ύπαρξή μου που τελεί σε διαδικασία αποκάλυψης της όντως Αλήθειας.
Η τόσο εμφατική των δύο ανωτέρω φιλοσόφων απαίτηση, ή, αν προτιμάτε, ο καημός – μας τον κοινωνούν μεταξύ πολλών άλλων οι Günther Figal (Freiburg) και Dieter Thomä (St. Gallen), δύο δεινοί μελετητές του έργου τους – να ανοιχτεί ο δρόμος προς την αλήθεια, διέρχεται μέσα από την τέχνη. Στου Nietzsche την προσταγή για «καλή» βούληση για δύναμη, θα απαντήσει ο ασκητής με την σκανδαλώδη, για φιλοσόφους και μη, δύναμη της βούλησης για αδυναμία (κορυφαία έκφραση η Σταύρωση), ενώ στου Heidegger το πάθος για εκκάλυψη της αλήθειας θα αντιτάξει την Αλήθεια – το Α κεφαλαίο!- του «Εγώ ειμί» υπονομεύοντας το ερώτημα του Sein (Είναι) που τόσο πολύ τον απασχόλησε.
Oι δύο αυτοί μεγάλοι φιλόσοφοι των νεωτέρων χρόνων, δύο πραγματικά «ιερά τέρατα» της φιλοσοφίας, ο Nietzsche και ο Heidegger, – όχι πως υστερεί ο Wittgenstein!- «παρέσυραν», με το μεγάλο διαμέτρημά τους, άθελά τους ίσως, πολλούς σε ολισθηρές, μέχρι και αιμοσταγείς επιλογές. Όμως ποτέ δεν βρήκαν οι ιδέες τους ευρεία αποδοχή και εφαρμογή στην πρακτική πλευρά της ζωής. Ριζοσπάστες και ρηξικέλευθοι, έστρεψαν τα φώτα τους ο πρώτος στην πλήρη ανατροπή των αξιών και στην αναζήτηση του ανθρώπου υπέρ τον άνθρωπο, ο δεύτερος στον εντοπισμό και χρονισμό του Είναι, που, κατά λεγόμενά του, έμενε από την αρχαία ελληνική εποχή στα «αζήτητα» της δυτικής φιλοσοφίας. Και μπορεί ο δυσνόητος λόγος του στο βιβλίο του «Είναι και χρόνος» (1927) να χαρακτηριστεί ως εξαιρετικά ρηξικέλευθος, δεν έχει όμως τα «επαναστατικά», και όχι μόνο, υφολογικά στοιχεία του Νιτσεϊκού λόγου. Εξάλλου, η διάλεξή του «Χρόνος και Είναι» (1952) δεν κάλυψε ποτέ εκείνο το μεγαλόπνοο στόχο του 1927: εξαντλήθηκε στο Είναι και άφησε αιωρούμενο το Χρόνο. Ευρέως γνωστές είναι στην ιστορία του πνεύματος οι «πατροκτονίες»! Εδώ θα τις συναντήσουμε και πάλι: του Husserl από τον Heidegger και του Wagner από τον Nietzsche. Ο ασκητής «σκοτώνει» μόνο πάθη.
Και στους δύο, με χαρακτηριστικές αποκλίσεις βέβαια, η φιλοσοφία παίρνει χαρακτήρα προστακτικό, επιτακτικό. Μπορεί ο λυρισμός του Ζαρατούστρα να τον υπονομεύει εν μέρει, αλλά στον Heidegger εκπροσωπείται από το διττό πρόσωπο, φιλοσοφικό και πολιτικό, ενός κατηγορικού «sei»(«να είσαι»). Το ερώτημα όμως σήμερα είναι επίσης διττό: «ζει και βασιλεύει» ο περιβόητος Ζαρατούστρα; Και: εντοπίστηκε κάπου ο «ατμός» του Είναι; Η Νιτσεϊκή φιλοσοφία θεωρεί τον κόσμο και τη ζωή ως ένα αβυσσαλέο χάος. Από αυτό βγαίνουν «φαινόμενα» (Schein), τουτέστι μερικότητες που ωστόσο, δεν το εξαντλούν. Τούτη η θεωρία δεν φαντάζει απλώς, αλλά παρά είναι κοινότυπη, ενώ το ξερίζωμα των αξιών εξακολουθεί να γοητεύει μάλλον παράλογους ουτοπιστές. Αλλά και ο Χαϊντεγγεριανός υπαρξιακός ηρωισμός του sei δεν αντικατέστησε τη δημοκρατική κουλτούρα. Απεναντίας την κατέστησε πιο αναγκαία.
Το Schein είναι αντίθετο προς την αλήθεια, είναι διέξοδος από αυτή, την ασύλληπτη και χαοτική. Το αληθές το ίδιο είναι χαοτικό και ανεξήγητο, αλλά το βρίσκουμε απέναντί μας και διαλεγόμαστε με αυτό. Δεν είναι εν τέλει το χάος κάποιο ομοιόμορφο υλικό που πρέπει να πάρει μορφή. Είναι ατελείωτες μορφοπλαστικές δυνατότητες, δυνατότητες χαοτικής απώθησης του χάους! Από αυτό το χάος εκπηγάζει η δύναμη του κόσμου και της ζωής. Το Schein είναι, πάντα για τον Nietzsche, μια βασική κατηγορία της ζωής όχι η έσχατη αλήθεια. Για λογαριασμό της δουλεύει, ως ένα Schein, και η τέχνη, η οποία εστιάζει στον εαυτό της και μένει αιώνια ανολοκλήρωτη. Εξαγγέλλει τη δύναμη της ζωής για φανέρωση, αλλά δεν μπορεί η φανέρωση να είναι αληθινή, γιατί η ζωή είναι χαοτική.
Κατά τον Nietzsche η βούληση για δύναμη είναι η πηγή της τέχνης και της φιλοσοφίας της ζωής. Πέραν τούτου, ο φιλόσοφος είναι συγγραφέας δραμάτων, γράφει το σενάριο και οι άνθρωποι της καθημερινότητας είναι οι ηθοποιοί που το παίζουν. Κόσμος και ζωή υπάρχουν χωρίς αυτόν, αλλά αυτός τους δίνει νόημα. Οι φιλόσοφοι φτιάχνουν ό,τι δεν υπήρχε πριν. Ωστόσο, φιλοσοφία και επιστήμη είναι «μερισμοί», είναι προϊόντα της βούλησης για δύναμη. Ο καλλιτέχνης βέβαια είναι υπόδειγμα τέλειο, σαρκώνει τη βούλησης για δύναμη, η οποία εν τέλει είναι «καλή» δύναμη. Καθένας είναι ένας «ποιητής» (Μacher), Κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης, αλλά ο φιλόσοφος είναι ο μοναδικός καλλιτέχνης της ζωής.
Η άσκηση δεν τίθεται από τους δύο μεγάλους φιλοσόφους ως ο τρόπος επίτευξης του στόχου τους, ήτοι της αποκάλυψης της αλήθειας και της κατάφασης της βούλησης για δύναμη. Επουδενί βέβαια δεν θεωρείται η ναζιστική σωματική και ψυχολογική «γυμναστική» -του υπαρξιακού ηρωισμού των SS – ως άσκηση στο πνεύμα που εδώ θέλουμε να αναδειχθεί, ήτοι πέραν κάθε ιδεολογικής εξάρτησης. Και ο Ζαρατούστρα φαίνεται να εκπροσωπεί τον τύπο που ομφαλοσκοπεί φλυαρώντας και εκπέμποντας μύδρους κατά των αξιών, παρά να υποβάλλεται σε μεγάλο εθελούσιο κόπο που επιβάλλει η άσκηση. Ούτε λόγος να γίνεται για το χλευασμό της πίστης ή για τα ληρήματα της πεντάρας, όπως «θα πίστευα στο θεό αν ήξερε να χορεύει». Εξάλλου, στην ορθόδοξη άσκηση η βούληση δεν οδηγείται σε λαιμητόμο. Κλασικό παράδειγμα συνιστά η απόλυτη υπακοή, η οποία δεν ευτελίζει την ύπαρξη, αλλά απεναντίας την λαμπικάρει, ώστε να βλέπει τα πάντα με άλλα μάτια και πάντως καθαρότερα. Με την ταπείνωση και την απόλυτη υπακοή. Όμως έσχατος στόχος του ασκητή είναι, όπως τονίσαμε, η βούληση για τη δύναμη της αδυναμίας.
Kαι οι δύο φιλόσοφοι βέβαια έσωσαν την παρτίδα της εσωτερικότητας και υπερέβησαν τον διπολισμό Υποκειμένου-Αντικειμένου. Πεδίο δόξης λαμπρό τους πρόσφερε η τέχνη, υπονομεύοντας, για να μην πούμε διαγράφοντας την Οντολογία. Είχε εντοπίσει ο Nietzsche στον Wagner το ιδανικό πρότυπο καλλιτέχνη, ικανού να διαχειριστεί» το Χάος. Η μουσική του Wagner τον εντυπωσίασε. Θαυμάζει κανείς και σήμερα την πολύωρη τετραλογία (Όπερα) «Το δαχτυλίδι των Nibelungen», εμπνευσμένο από το Νιβελλύγγειο Έπος, ήτοι εκείνο το περιώνυμο έπος «των παιδιών της ομίχλης». Σημείο αναφοράς μας εδώ το Ράγκναροκ, που συμβολίζει την μάχη του τέλους του κόσμου. Ένα στοιχείο που μάταια αναζητά κάποιον ανάλογο συμβολισμό στο Είναι-προς-το-θάνατο του Heidegger.
Ο Heidegger επιλέγει τον «ποιητή του ποιητή», τον Hölderlin. Εντόπισε σ΄ αυτόν ένα ιδανικό πρότυπο, τον ποιητή που με την ποίησή του φανερώνει την κρυμμένη αλήθεια. Με το έργο τέχνης εκκαλύπτεται, φανερώνεται η αλήθεια. Βλέπει ο Heidegger στην τέχνη το δρόμο προς το, αναζητούμενο και ουδέποτε, όπως ο ίδιος δηλώνει, ευρισκόμενο, Είναι. Το δρόμο προς την αποκάλυψη της αλήθειας. Αντιπαραθέτει την τέχνη στη γη, που την χαρακτηρίζει «πτώμα» και σκότος. Η τέχνη είναι το μοντέλο κάθε πνευματικής δραστηριότητας και της ζωής εν γένει. Θεωρεί ο Heidegger ανώφελη την απλή παρατήρηση ενός έργου τέχνης. Μια στάση που φέρνει το υποκείμενο απέναντι στο αντικείμενο. Προτείνει την εμπλοκή του θεατή στο έργο τέχνης. Μόνον έτσι θα αντιληφθούμε την σημασία του, μια σειρά νοημάτων που αφορούν την ουσία του, την αλήθειά του. Ενδεικτικό έχει μείνει το παράδειγμα που φέρνει ανατρέχοντας στον πίνακα «Παπούτσια» (“Shoes”,1886) του Vincent van Gogh. Δεν είναι εκεί το παπούτσι ένα αντικείμενο, ένα πράγμα, είναι έργο τέχνης. Είναι τέχνη που αποκαλύπτει μια σειρά υπαρκτικών χαρακτηριστικών του εργάτη, όπως το δέσιμο με τη γη, την οδοιπορία, τον κάματο κ.α. Κομίζει βέβαια γλαύκα εδώ ο Heidegger, αφού μάλλον αγνοεί την Αισθησιολογική ερωτηματοθεσία του Η.Plessner: «Πως εξηγείται το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο όπου γίνεται αντιληπτό ένα αντικείμενο, αυτό είναι συνδεδεμένο με ένα νόημα συγκεκριμένο, αυτό εδώ και όχι με κανένα άλλο;».
Ποια είναι τώρα πιο μεταφυσική θεώρηση, η βούληση για δύναμη, η αποκάλυψη της αλήθειας με «άλφα» μικρό, ή η βούληση για αδυναμία και Αλήθεια με «Άλφα» κεφαλαίο; Ουδέν παράδοξο: ναι, ο κόσμος γίνεται από εμάς έργο τέχνης, όμως γίνεται και «φούρνος», στον οποίο μπαίνουμε μέσα οι ίδιοι. Θα μένει εσαεί η ανάγκη για μέτρο και μετριοπάθεια, μέσα από το άμετρο και ασύλληπτο, η ανάγκη της κατανόησης του κόσμου και της ύπαρξής μας.
Ας διευκρινίσουμε ότι η αλήθεια που αποκαλύπτεται με την τέχνη είναι η φιλοσοφική αλήθεια. Και οι δύο φιλόσοφοι επισήμαναν την δυσχέρεια της σύλληψης της αλήθειας. Του λόγου το αληθές μαρτυρεί ο ίδιος ο Heidegger: η αλήθεια, αυτό υποστηρίζει, δεν είναι κάτι μόνιμο, αλλά από τη μια αποκαλύπτει και από την άλλη καλύπτει. Είναι, όπως αναφέραμε παραπάνω, ατμός. Καημός ωραίος και πόθος η αλήθεια, αλλά άπιαστο πουλί! Όσο την κυνηγάς, τόσο σου ξεφεύγει. Μήπως και ο άλλος καημός, εκείνος για ριζική αλλαγή των αξιών, δεν έμεινε στα σύννεφα της ουτοπίας; Τι απέγινε και η «καλή βούληση για δύναμη»; Στενεύουν τον ορίζοντα, παρά τη φιλοδοξία τους να τον ανοίξουν, οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι. Αναλύουν, ερμηνεύουν, αλλά στην κοινωνική πρακτική δεν βρίσκουν αντίκτυπο τα έργα τους (Κι εκείνα, θα μου πείτε, του Μαρξ που βρήκαν, τι απέγιναν;) Μαγεύει ο λόγος τους, δια-φέρει. Αλλά μέχρις εκεί, γιατί δεν χωράει ο κόσμος στην τέχνη, στη βούληση για δύναμη, ούτε στη φιλοσοφική αλήθεια.
Από εδώ παραλαμβάνει τη σκυτάλη ο ασκητής. Ένας άνθρωπος με σάρκα και αίμα, μια ύπαρξη υπεράνω της ύπαρξης, ή, διαφορετικά, η ύπαρξη της ύπαρξης. Ναι, είναι ποιητής ο ασκητής, ένας μαέστρος μιας τέχνης, της τέχνης αποκάλυψης της ύπαρξης και της Αλήθειας.. Ο κόσμος και η ζωή δεν είναι ούτε χάος, ούτε μερικότητες, είναι «ποίημα των χειρών» Του. Ο ασκητής δεν τον μαγαρίζει, αλλά τον καινοποιεί. Επίσης, για τον ασκητή ο κόσμος δεν είναι έρμαιο, χωρίς κάποια υπερκείμενη τάξη, αλλά διαθέτει την υπερκείμενη συνεκτική δύναμη του Θεού.
Eξάλλου, το ωραίο στην τέχνη δεν παίζει ρόλο στον Heidegger, όπως και στον Πλάτωνα. Έχει τη δική του ατομικότητα, δεν είναι εργαλείο αποκάλυψης της αλήθειας μιας εποχής. Τέχνη και αλήθεια είναι το μείζον, το ωραίο είναι μόνο ενδιάμεσος σταθμός στο δρόμο προς την αλήθεια. Το έργο τέχνης είναι κάτι πέραν του αντικειμένου. Ιδού η πορεία: αντικείμενο-πράγμα- έργο τέχνης ως μαρτυρία, κατάθεση, φανέρωση αλήθειας. Για τον ασκητή υπάρχει το αμήχανο-άκτιστο-μακάριο κάλλος, στο οποίο έχουμε αναφερθεί με ειδική αφιέρωση στον άγιο πια Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.
Και οι δύο Heidegger και Nietzsche ήταν ριζοσπάστες, αναζητούσαν νέους δρόμους σκέψης. Υποστήριζαν ότι οι θρησκείες αδυνατούν να τους ανοίξουν. Ο Heidegger μιλούσε πάντα για την ανάγκη μιας νέας μεθόδου σκέψης. Καλούνται κάποιοι εκλεκτοί να βρουν το καινούργιο που εν τέλει αφορά τους πολλούς. Παράδειγμα σχετικό ανέφερε την εφεύρεση του ραδιοφώνου. Ο ειδικός γνωρίζει πως κατασκευάζεται και πως λειτουργεί, αλλά το χρησιμοποιούν οι πολλοί, χωρίς αναγκαστικά να γνωρίζουν τα «μυστικά» του. Η εκπαίδευση έχει τον πρώτο λόγο επ΄ αυτού, αυτή μας εισάγει στον τόπο των νέων τρόπων σκέψης. Αρκεί να μένουμε ανοιχτοί για συνάντηση, ώστε να αποκαταστήσουμε το Dasein. Για τον ασκητή η νέα, ριζοσπαστική σκέψη και πρωτίστως πράξη είναι η καινή κτίση. Και αυτή δεν είναι δουλειά διανοητική, αλλά συνεχής και δια βίου αγώνας και αγωνία στο στίβο της ασκητικής πορείας. Με την ελπίδα της έλευσης της Θείας Χάρης.
Η φιλοσοφία, λέγει ο Heidegger, έδωσε στην μαθηματική σκέψη τη μέτρηση, όταν είπε ότι είναι αληθές ό,τι είναι μετρήσιμο. Αυτό ανέδειξε τη μαθηματική σκέψη και την τεχνολογική εξέλιξη, μια νέα σκέψη-θρησκεία. Κανένας δεν υπάρχει χωρίς θρησκεία. Καθένας είναι ο εαυτός του, αλλά συνάμα τον υπερβαίνει -μια τρέλα που χαρακτηρίζει όλους μας- και αναζητά τη «θρησκεία» του, άλλος στην επιστήμη, άλλος στο Μηδέν, άλλος στην κτίση και άλλος στο ποδόσφαιρο. Ποια είναι η διαφορά στον ασκητή; Αν τον δούμε με το φακό της θρησκείας, δεν θα αμαρτήσουμε! Το ερώτημα όμως είναι ποιάς εκάστοτε θρησκείας; Η δική μας επιλογή δεν είναι θρησκευτικής κοπής, με την έννοια που τόσο πολύ έχει συγχύσει και φανατίσει τον κόσμο. Είναι Εκκλησίας επιλογή, Πατέρων παρακαταθήκη και ζώσα υπόθεση, εκπεφρασμένη διαχρονικά στα πρόσωπα των Αγίων.
Η φιλοσοφία του Heidegger είναι προστακτική/κλητική. Ο imperative χαρακτήρας της συμπυκνώνεται στο „sei» («να είσαι»). Οφείλω να ακούσω την κλήση του εαυτού μου, όχι την «εντολή» του Husserl „πίσω στα πράγματα», αλλά αυτού που ακούγεται από εμένα τον ίδιο. Να οδηγηθώ σε αυτοπαρατήρηση, σε αυτό που μου δίνει νόημα. Αυτό που «μένει» τότε, λέγει, από εμένα δεν είναι μόνο σώμα, αλλά ελευθερία από εξαρτήσεις. Είναι απόσταση, που αποκορυφώνεται με το θάνατό μου και συμπυκνώνεται στη φράση: «Τώρα είμαι εγώ», σε ιλιγγιώδη απόσταση από τα άλλα Dasein. Οπότε, όλοι είμαστε όμοιοι στη ζωή, όχι και στο θάνατο. Μα, λέγεται από κάποιον νεκρό που δεν έχει συνείδηση «τώρα είμαι εγώ;». Το λέμε εμείς για λογαριασμό του, εκείνος δεν έχει συνείδηση. Αυτός τώρα δεν είναι! Εμείς δηλώνουμε τότε τη μοναδικότητά μας, το μοναδικό, το δικό μας θάνατο προαναγγέλλουμε. Μήπως με το νου στο μέσα-στον-κόσμο-είναι , μήπως δηλαδή με το να είμαστε σε σχέση, δεν αναδεικνύουμε εν τέλει παρά τη μοναδικότητά μας; Μήπως από το «μόνος είναι» δεν οδηγούμαστε στην ενικότητα του Είναι; Και τα δύο ερωτήματα συστοιχούνται στη θεωρία του Heidegger. Όμως για τον ασκητή δεν καταφάσκει η ύπαρξη στο θάνατο. Δεν είναι βέβαια αυτοσκοπός η άσκηση, αλλά κατάφαση υπαρξιακή και μάλιστα καθημερινή, ήδη από τώρα, εν βίω. Για λογαριασμό της μεταθανάτιας ύπαρξης. Δεν αναμένω θάνατο για να υπάρξει κατάφαση της ύπαρξής μου. Τα μυστήρια της Εκκλησίας μου την εξασφαλίζουν ήδη από τούδε..
Το 1933 ο Heidegger θα περάσει από την φιλοσοφία στην πολιτική. Η προστακτική φιλοσοφία έχει και εδώ το λόγο. «Πρέπει να κάνεις κάτι», αναδεικνύεται δηλαδή «ο τρόπος του πρέπει». Το συναίσθημά μου χρειάζεται για την ενοχή, ενώ η εντολή για ανάληψη ευθύνης και αποστολής. Θα αναδείξει τη συλλογική ενικότητα, εκφρασμένη στο γερμανικό λαό. Μήπως και στους, ναζί και στον Αδόλφο; Πολλοί ισχυρίζονται πως όχι! Πρόκειται μάλλον για ηρωική αποφαστικότητα βγαλμένη από την ιστορική μοίρα του λαού να έχει έναν οδηγητή. Εν προκειμένω, ο φιλόσοφος αναλαμβάνει ρόλο ενός κήρυκα της αλήθειας. Δες τε τώρα την «κατηγορική προσταγή» του ασκητή: ο θάνατός μου η ζωή σου!
Εάν είναι ορθή η άποψη του Hegel ότι πραγματική παιδεία έχει όποιος έχει τη δυνατότητα να μπορεί να θεάζεται τη ζωή μέσα από το βλέμμα του Άλλου, αυτή η παιδεία δεν επιτυγχάνεται παρά με συνεχή άσκηση που μεταποιεί τα πάθη σε αρετές. Ο καλλιτέχνης είναι ένας δια βίου ασκούμενος, γεγονός που καθιστά την άσκηση «καθαρή» ανθρωπολογική υπόθεση, για να αφεθεί στην όποια φιλοσοφική και διανοητική θεωρία. «Αξιοπρεπείς» πολιτικοί που ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα σήμερα, από τον Τραμ μέχρι τον Ερντογάν, «αξιοπρεπείς» φιλόσοφοι και κάθε είδους καλλιτέχνες που δεν έχουν τακτοποιήσει ψυχαναγκασμούς και ιδεοληψίες, μα και ορφανά του «Αδόλφου» και του «Πατερούλη», τροφοδοτούν την ανθρωπότητα με συνεχή έχθρα κατά του πολιτισμού, αλλά και κατά της πίστης. Σε ποιο, άραγε, Πλατωνικό Σπήλαιο έχει εγκλωβιστεί η ύπαρξή τους;
Η απάντηση έρχεται από την άσκηση. Ναι άσκηση κάνουν όλοι οι καλλιτέχνες. Όμως η άσκηση του μοναχού διαφέρει από εκείνη του καλλιτέχνη. Ενώ το παρασκήνιο φαίνεται πως είναι και στους δύο το αυτό, ήτοι η υπαρξιακή ενδοχώρα που έρχεται σε φως, ο ασκητής δεν ποιεί αντικείμενο-έργο τέχνης. Ενεργοποιούν και οι δύο την αλήθεια της ύπαρξης. Αλλά, για να θυμηθούμε ξανά τον Nietzsche, η «εφυής αισθαντικότητα» εκείνου απογειώνεται στον ασκητή και κατά τα λεγόμενα του «εμού καθηγητή», του Αβά Ισαάκ του Σύρου: «Όταν δε ζήση η καρδία, καταπίπτουσιν αι αισθήσεις». Η συνέχεια; Διόραση, διάκριση και προόραση.
Ως προς τα άλλα, οι πολλοί, αιώνες τώρα, μένουν μακράν τούτων, γητευμένοι από μια «αγαθή» συνείδηση πρακτικισμού, την οποία ο Heidegger μας υπενθυμίζει με τη φράση «Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε, εργάστηκε και πέθανε», ενώ ο Ελύτης την «νοστιμίζει» με τον αφορισμό «καναπές, αποχωρητήριο, νεκροταφείο». Μικροί και «μεγάλοι», ενώ δικαίως επαναλαμβάνουμε ότι κανένας δεν είναι μοναδικός, εξαιρούμε συνήθως τον εαυτό μας. Κρίμα δεν είναι όμως να περιμένεις να αποθάνεις για να πεις «τώρα είμαι εγώ»!
Μακάρι να μπορούσα να έβλεπα μέσα από τα μάτια των Nietzsche και Heidegger. Θα έσωζα κάτι από το τη «χαμένη τιμή» της φιλοσοφικής μου παιδείας. Αλλά, αν έβλεπα μέσα από τα μάτια του ασκητή, ίσως έσωζα κάτι από την ύπαρξή μου εν βίω.
* Ο Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος είναι τέως καθηγητής Φιλοσοφίας των Επιστημών της Εκπαίδευσης. Γεννήθηκε στις 15.11.1949 στη Σεργούλα Φωκίδος. Είναι Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής (Τμήμα Ιστορικό-Αρχαιολογικό) του Καποδιστριακού Παν/μίου Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού-παιδαγωγικού τίτλου ελλήνων εκπαιδευτικών της P.H.Esslingen, παρακολούθησε για 4 εξάμηνα μαθήματα Ιστορίας στο Παν/μιο της Stuttgart και είναι διδάκτωρ της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Συμπεριφοράς (Σχολική Παιδαγωγική) του Πανεπιστημίου της πόλης Tübingen. Ειδικεύτηκε στη Φιλοσοφική Παιδαγωγική. Υπήρξε αναπληρωτής συντονιστής Σχολικών Συμβούλων Δυτικής Ευρώπης, Σύμβουλος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο Ελληνικό Γενικό Προξενείο της πόλης Stuttgart, ελεύθερος επιστημονικός συνεργάτης της P.H. Esslingen, εντεταλμένος διδάσκων στην P.H.Ludwigsburg, επίκουρος και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υπεύθυνος του Τομέα της Παιδαγωγικής του Τμήματος Φ.Κ.Σ, καθώς επίσης καθηγητής και Δ/ντης της ΑΣΠΑΙΤΕ/Παράρτημα Πατρών. Έχει συγγράψει πολλά επιστημονικά βιβλία και άρθρα στην ελληνική και γερμανική γλώσσα, έχει μεταφράσει στην ελληνική τέσσερα γερμανικά βιβλία και είναι ιδρυτής και υπεύθυνος του φιλοσοφικού-παιδαγωγικού περιοδικού «Παιδαγωγικός Λόγος». Διαμένει μόνιμα στην Παραλία Σεργούλας, mail:sergoula2 @yahoo.gr, τηλ. 6977317847 και 2634091185