Χρόνος ανάγνωσης: 3 λεπτά
Του Γιάννη Κοτόφωλου *
Με αφορμή την επιλογή και τη διαδικασία ανάδειξης της Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Κομισιόν, καλό θα ήταν να ανοίξει εκ νέου στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μία μεγάλη συζήτηση για την ουσία της δημοκρατίας. Για τον τρόπο με το οποίο θα πρέπει να διοικείται το πολυεθνικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και για τον τρόπο με τον οποίο το πολιτικό σύστημα θα κάνει τους Ευρωπαίους πολίτες κοινωνούς και συμμέτοχους στο παιγνίδι αυτό.
Τι κέρδισαν οι ψηφοφόροι που προσήλθαν στις κάλπες των ευρωεκλογών του περασμένου Μαίου; Πως μεταφράζεται πρακτικά αυτό; Πως αντικατοπτρίζονται οι πολιτικές τους προτιμήσεις στα πρόσωπα και τους μηχανισμούς διακυβέρνησης της Ευρώπης; Ποιοι τελικά θα αποφασίζουν για τις τύχες των 500 εκατομμυρίων κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Η Μέρκελ, ο Μακρόν, η Φον ντερ Λάιεν ή η Λαγκάρντ; Και εν πάση περιπτώσει που θα λογοδοτούν όλοι αυτοί οι κορυφαίοι της εξουσίας;
Η αντιπροσώπευση και ο έλεγχος των αποφάσεων αποτελούν ως γνωστόν την πεμπτουσία της δημοκρατίας, αλλά και της συνοχής μεταξύ της πολιτικής τάξης και της κοινωνίας, πράγμα απαραίτητο για να μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά ένα σύστημα.
Η προτίμηση που εκφράστηκε αποκλειστικά σχεδόν από το δίδυμο Μέρκελ – Μακρόν για τη νέα πρόεδρο της Κομισιόν, καθώς και η οριακή πλειοψηφία με την οποία έγινε αποδεκτή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο έτσι κι αλλιώς τη φορά αυτή δεν ήταν ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων όπως συνέβη με τον Γιούνκερ, έχουν προκαλέσει σοβαρούς προβληματισμούς σχετικά με το έλλειμμα δημοκρατίας που εμφανίζει η διακυβέρνηση της Ευρώπης.
Το επισημαίνουν ήδη διεθνείς αντικειμενικοί παρατηρητές. Το θέμα δεν είναι τυπικό, διότι διαιωνίζει την αντίληψη ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελεί μία υπόθεση της οικονομικής και της πολιτικής ελίτ των ισχυρότερων κρατών μελών και αυτό ενεργοποιεί εθνικιστικούς εγωισμούς και διασπαστικές τάσεις στο οικοδόμημα.
Για να επιτύχει όντως ένα μεγάλο βήμα μπροστά η Ευρώπη και να διεκδικήσει το ρόλο μίας ισχυρής οικονομικής και γεωπολιτικής δύναμης ανάμεσα στον σκληρό ανταγωνισμό των παγκόσμιων συμφερόντων, χρειάζεται οπωσδήποτε τη συναίνεση των λαών της και αυτό μπορεί να το επιτύχει μόνο μέσα από την πιο αντιπροσωπευτική κατά το δυνατόν ανάδειξη των ηγετών της.
Εάν δεν προχωρήσει σε ένα είδος πολιτικής ενοποίησης και εάν δεν σημειωθεί μία περαιτέρω μεταφορά εθνικών εξουσιών σε υπερεθνικά όργανα της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οικοδόμημα θα παραμένει ημιτελές και κυρίως πολύ ευάλωτο στις κρίσεις και τις διεθνείς αναταράξεις. Μακριά ίσως από την προοπτική μίας μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης, την πρόοδο των τεχνολογιών, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και άλλες αντίστοιχες κρίσιμες προκλήσεις για το μέλλον.
Αλλά, η μεταφορά των εξουσιών δεν μπορεί να εκδηλωθεί με διοικητικές αποφάσεις από το Βερολίνο, το Παρίσι ή τις Βρυξέλλες, είναι ευκόλως κατανοητό. Η μεταβίβαση των εξουσιών διευκολύνεται από την καταξίωση των προσώπων που τις υπηρετούν, από τις θέσεις και τις προθέσεις τους, πού σημαίνει ότι οι ηγέτες κρίνονται από τις κοινωνίες τις οποίες διοικούν και κανείς δεν μπορεί να υποβαθμίσει αυτή την πολιτική παράμετρο στην Ευρώπη.
Η προοπτική της ενωμένης Ευρώπης χρειάζεται την εμπιστοσύνη και τη συναίνεση των κοινωνιών και αυτά με τη σειρά τους προϋποθέτουν μία μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και, κυρίως, την άμεση επιλογή των ηγετών που καθορίζουν τις τύχες του. Μόνο έτσι οι κοινωνίες μπορεί να ενεργοποιηθούν. Δεν υπάρχει άλλη λύση.
Όσο οι πολίτες θα παραμένουν στην άκρη και οι επιλογές τους θα απαξιώνονται, το πρόβλημα της νομιμοποίησης και συνεπώς της αμφισβήτησης της Ευρώπης θα διογκώνεται. Ωφελημένοι θα είναι μόνο οι τοπικοί κομματικοί ηγέτες και τα επιμέρους συμφέροντα που εξυπηρετούν. Το κοινό ευρωπαϊκό όραμα, επουδενί δεν μπορεί να στηριχθεί σε μία κουτσή δημοκρατία.
* Ο Γιάννης Κοτόφωλος είναι δημοσιογράφος στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ με καταγωγή από τη Δωρίδα