Χρόνος ανάγνωσης: 4 λεπτά
Η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αποτελεί μία κολοσσιαία γεωπολιτική μεταβολή, αλλά και η οικονομική διάσταση του προβλήματος συνιστά μία εξίσου εκρηκτική αλλαγή των έως τώρα δεδομένων.
Μιλάμε για τεράστιες μετατοπίσεις κεφαλαίων, υπηρεσιών, δικτύων και ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, μία εξέλιξη που θα έχει τα προσεχή χρόνια εντυπωσιακές συνέπειες στην Ευρώπη, τον κόσμο και την ίδια τη Βρετανία πάνω από όλα.
Το Σίτυ του Λονδίνου είναι χαρακτηριστικό ότι πολεμά να συγκρατήσει με νύχια και δόντι ότι περισσότερο μπορεί, κυρίως από τα προνόμια που το καθιστούσαν απόλυτα κυρίαρχο στην ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική αγορά. Το οικονομικό Λονδίνο θα χάσει αυτόματα μεγάλο μέρος της δύναμης και της επιρροής του, με τρομακτικές απώλειες για το επίπεδο της Βρετανίας συνολικά.
Το ίδιο το Σίτυ υποστηρίζει ότι μόνο στον προϋπολογισμό της χώρας οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες προσφέρουν 72 δισεκατομμύρια στερλίνες ετησίως.
Οι άνθρωποι των αγορών μιλάνε για τζίρο που γίνεται με την εκκαθάριση των πληρωμών κοντά στα 60 τρισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή για νούμερα ασύλληπτα που μεταφράζονται σε θεαματικά οφέλη για την βρετανική οικονομία.
Το Λονδίνο είναι η χρηματοδοτική καρδιά της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, από εκεί σηκώνουν οι ευρωπαϊκοί όμιλοι δισεκατομμύρια για επενδύσεις, εκεί είναι όλα τα funds, όλες οι παγκόσμιες τράπεζες, η πιο παραγωγική μηχανή του κεφαλαίου. Το Σίτυ φοβάται ότι θα χάσει την ενιαία τραπεζική άδεια εργασιών και αυτό θα έχει μεγάλο κόστος.
Ειδικά για τις τράπεζες η ειδική συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Βρετανίας θα αποτελέσει παγκόσμιο σημείο αναφοράς και για άλλα μείζονα χρηματοπιστωτικά κέντρα, όπως είναι η Ελβετία, η Ιαπωνία και φυσικά οι Ηνωμένες Πολιτείες που θέλουν καλύτερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.
Το θέμα δεν είναι μικρό, έχει απίστευτη σημασία. Όπως και η αρχιτεκτονική που θα χτιστεί μετά το 2019 για τις εμπορικές σχέσεις, με δεδομένο ότι μέχρι τότε θα λειτουργεί ως βάση η τελωνειακή ένωση για την ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων.
Άγνωστο είναι ακόμη το τι ακριβώς θα συμβεί. Για όλα αυτά λοιπόν υπάρχουν φόβοι και ανησυχίες μεγάλες. Αν συνυπολογίσουμε ότι το Λονδίνο είναι η έδρα των ασφαλιστικών κολοσσών και το ισχυρότερο κέντρο ναυτιλίας, αντιλαμβανόμαστε και το απίστευτο μέγεθος των αλλαγών που επιφέρει η πολιτικοοικονομική θύελλα του Brexit.
Το σοκ θα είναι μεγάλο για τη Βρετανία, πολύ μεγάλο. Αλλά και για την Ευρώπη δεν θα είναι μικρό. Είναι σαν να αποκολλάς από τις Ηνωμένες Πολιτείες τη Νέα Υόρκη. Είναι δυνατόν; Ποιος μπορεί να το φανταστεί; Hηπειρωτική Ευρώπη θα υποστεί και αυτή ένα κόστος. Κατ’ αρχάς θα υποστεί μία ζημία αξιοσημείωτη η βιομηχανία της Γερμανίας, αλλά και της Γαλλίας, της Ολλανδίας που επίσης εξάγουν στη βρετανική αγορά τα προϊόντα τους.
Τις συνέπειες αυτές εκτιμούν ότι θα τις αντισταθμίσουν και με το παραπάνω ίσως, παίρνοντας κομμάτια από τη δύναμη του Λονδίνου στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, με πρώτο διεκδικητή όπως λογικό είναι την Φρανκφούρτη, αλλά όχι μόνο. Ότι συμβαίνει σε μία ανοικτή διεθνοποιημένη οικονομία εξάλλου κινείται πάντα αμφίδρομα. Καμία χώρα δεν είναι ένα αποκομμένο νησί.
Αυτό το γεγονός είναι που κοστίζει πανάκριβα σήμερα για τη Βρετανία, έτσι όπως δείχνουν τα πράγματα. Οι Βρετανοί πολίτες, και ένα μέρος της πολιτικής τους ηγεσίας, έκριναν με πολύ στενά κριτήρια την υπόθεση του Brexit, το οποίο πιθανότατα τελικά να αποδειχτεί μοιραίο για τα συμφέροντά τους. Δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει στην ουσία εθνική κυριαρχία στην παγκοσμιοποίηση, σε έναν κόσμο που οι οικονομίες είναι απόλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και αλληλο-εξαρτώμενες.
Πρόκειται για τεράστια πολιτική αυταπάτη. Σε τι καλύτερο μπορείς να ελπίζεις άλλωστε, όταν ψηφίζεις να αποκοπείς από την ευρωπαϊκή αγορά των 500 εκατομμυρίων καταναλωτών, που πουλάς τα προϊόντα και τις υπηρεσίες σου;
*Ο Γιάννης Κοτόφωλος είναι δημοσιογράφος στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ με καταγωγή από την Δωρίδα