Χρόνος ανάγνωσης: 3 λεπτά
Του Γιάννη Κοτόφωλου*
Η Ελλάδα κλείνει σχεδόν 10 χρόνια στην περιδίνηση μίας βαθιάς οικονομικής κρίσης, χωρίς να έχει καταφέρει να αλλάξει τον ίδιο της τον χαρακτήρα. Το μόνο που θα έλεγε κανείς με βεβαιότητα ότι συνέβη όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι η χώρα απώλεσε ένα τεράστιο κομμάτι από την περιουσία της, δημόσιας και ιδιωτικής.
Το πολιτικό σύστημα, από το ξέσπασμα της κρίσης έως και σήμερα, διατήρησε την ίδια ακριβώς πελατειακή αντίληψη ρητορική με την κοινωνία, τις ίδιες ακριβώς προνομιακές σχέσεις με την οικονομική ολιγαρχία του τόπου. Καμία αλλαγή νοοτροπίας, ενώ από την άλλη πλευρά η φτώχεια επεκτάθηκε σε μεγαλύτερες ομάδες του πληθυσμού και οξύνθηκανοι κοινωνικές ανισότητες.
Η πόλωση και η τοξικότητα που επικρατεί στην πολιτική σκηνή άλλωστε, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές… Ποιος πολίτης αλήθεια μπορεί να αισθάνεται σήμερα ικανοποιημένος για όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία 10 χρόνια; Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι έγιναν θυσίες πράγματι, αλλά έπιασαν τόπο;
Το 2018 έχουμε δύο χαρακτηριστικές επετείους. Η πρώτη είναι σε λίγες ημέρες, καθώς κλείνουμε τα οκτώ χρόνια της ένταξης στο πρώτο μνημόνιο. Και η δεύτερη είναι τον Οκτώβριο, που θα συμπληρώσουμε δέκα χρόνια από το πακέτο Αλογοσκούφη για τις τράπεζες, όταν άρχισε η οικονομική κατάρρευση του ελληνικού κράτους και κατά ακολουθία η μακροχρόνια οικονομική και κοινωνική αποδόμηση.
Υπήρξαν προσπάθειες να διορθωθούν λάθη του παρελθόντος, στη διάρθρωση και τη διαχείριση της ελληνικής οικονομίας, ανεξαρτήτως εάν την πολιτική αυτή την επέβαλλαν οι εταίροι και δανειστές μας. Αλλά, τα αποτελέσματα δεν νομίζουμε ότι είναι αξιοσημείωτα επί της ουσίας και απόδειξη είναι ποιες ήταν οι επιδόσεις και ποια είναι σήμερα η θέση άλλων κρατών-μελών που ζήτησαν βοήθεια και πέρασαν πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Καμία σχέση…
Το πρόβλημα με την Ελλάδα παρέμεινε ποιοτικό. Δεν άλλαξε η νοοτροπία διοίκησης, δεν εμπεδώθηκε το απαιτούμενο κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικού συστήματος και πολιτών, αλλά και μεταξύ πολιτικού συστήματος και διεθνών θεσμών, δεν άλλαξε επίσης η αντίληψη για την παραγωγικότητα της οικονομίας. Προϋποθέσεις που είναι εξάλλου θεμελιώδεις για την προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων και την αύξηση συνεπώς των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας.
Στο ισοζύγιο αυτών των κρίσιμων δέκα χρόνων, εκτός από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ο απολογισμός είναι περισσότερο ίσως δυσάρεστος εάν κάνουμε την ποσοτική προσέγγιση καιαξιολογήσουμε το μέγεθος της περιουσίας που απώλεσε η Ελλάδα, εξαιτίας της παρατεταμένης κρίσης και της πολιτικής ανεπάρκειας που παρουσίασαν οι ηγεσίες της χώρας διαχρονικά.
Η Ελλάδα, λοιπόν, συρρικνώθηκε οικονομικά, πράγμα που αποτυπώνεται κάθε χρόνο στην κάθετη πτώση του εθνικού μας εισοδήματος, κατά εβδομήντα περίπου δισεκατομμύρια ευρώ (ή περίπου 30% σε σύγκριση με το παρελθόν) και κατέστρεψε μοχλούς αναπαραγωγής του εθνικού μας πλούτου, μειώνοντας το κεφαλαιουχικό της απόθεμα. Περιουσία δηλαδή, δημόσια και ιδιωτική, μαζί με τις αξίες, τα κέρδη, τις υπεραξίες και τα εισοδήματα που η ίδια κάθε χρόνο δημιουργούσε.
Είναι ένα μόνο, αλλά πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα το τι συνέβη με τις ελληνικές τράπεζες. Κατ’ αρχάς, επειδή χρεοκόπησε το ελληνικό κράτος, το οποίο ευλόγως είχαν δανείσει, έχασαν με το καλημέρα απίστευτα κεφάλαια.
Κατά δεύτερον, το 2008 και το 2009, σηκώθηκαν από μεγαλο-καταθέτες και φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό πάνω από 80 δισεκατομμύρια καταθέσεις, τα οποία λείπουν πλέον από την ελληνική οικονομία.
Τρίτον, πολλά από τα καινούργια κεφάλαια, τα οποία επενδύθηκαν έκτοτε τρείς φορές και ανέρχονταν σε δεκάδες δισεκατομμύρια, τα κατάπιαν τα κόκκινα δάνεια.
Τέταρτον, σπουδαίες πράγματι επενδύσεις τις οποίες είχαν χτίσει οι ελληνικές τράπεζες σε ξένες αγορές (θυγατρικές τράπεζες σε οκτώ και εννέα χώρες ή κάθε μία) οδηγήθηκαν σε γρήγορη εκποίηση.
Πέμπτο, μαζί με την απώλεια αυτή, αποδυναμώθηκαν πολλές χιλιάδες άλλες ελληνικές παραγωγικές και εμπορικές μονάδες, οι οποίες είχαν επεκταθεί και είχαν αναπτύξει κερδοφόρες δραστηριότητες στις ίδιες αγορές.