Χρόνος ανάγνωσης: 6 λεπτά
Υπάρχει πράγματι μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο υπάλληλο στη χώρα μας; Όντως ο ιδιωτικός τομέας σφύζει από εργατικότητα, αξιοκρατία και πνεύμα καινοτομίας; Και από την άλλη, ο δημόσιος υπάλληλος είναι στ’ αλήθεια ένα πλάσμα ελλειμματικό, που κάθεται νωχελικά στην πολυθρόνα της απάθειας, και απολαμβάνει μακαρίως τον φραπέ του;
Τα χρόνια της κρίσης άνθησε μια πρωτόγνωρη πολεμική με στόχο το δημόσιο υπάλληλο. Είναι τεμπέλης, βολεμένος, οπισθοδρομικός, ιδιοτελής. Δεν σκέπτεται, δεν παράγει, δεν αξιολογείται, δεν τιμωρείται. Απλώς μισθοδοτείται.
Η πάλαι ποτέ Τρόικα, τώρα Κουαρτέτο, του χρόνου πιθανόν Κουιντέτο, υπήρξε μέγας παίκτης στην πολεμική κατά των δημοσίων υπαλλήλων. Πίεζε ασφυκτικά για απολύσεις, στοχεύοντας να σπάσει το ταμπού της μονιμότητας και να τρυπήσει την ασπίδα της ασφάλειας που το δημόσιο προσφέρει ως δώρο εκλεκτό.
Ωστόσο, στις τακτικές της επισκέψεις όλα αυτά τα χρόνια, έστελνε ανελλιπώς τα τεχνικά κλιμάκιά της να συνεργάζονται στενά με δημοσίους υπαλλήλους. Αυτοί οι υπάλληλοι τους έδιναν στοιχεία, αυτοί κατέθεταν προτάσεις, αυτοί παρείχαν υλικό για διαβούλευση.
Το πώς κατέληγαν εν τέλει οι διαπραγματεύσεις ήταν υπόθεση πολιτική, η ευθύνη για τα μέτρα ήταν των ηγετών, η επεξεργασία όμως των θεμάτων, τα σενάρια των συνεπειών της μιας ή της άλλης επιλογής, οι εναλλακτικές που δίνονταν, ήταν όλα προϊόν δουλειάς δημοσίων υπαλλήλων.
Προφανώς λοιπόν, ορισμένοι υπάλληλοι είχαν ικανότητες και προσόντα. Και σκέπτονταν και δούλευαν και παρήγαν. Δεν πάλλονταν από ενθουσιασμό για τη συνεργασία που είχαν με τους δανειστές, αλλά έστω και απρόθυμα, τη δουλειά τους την παρείχαν αποτελεσματικά, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς του ο καθείς, όπως επέβαλε η ανάγκη των καιρών και οι εντολές που λάμβαναν από την ηγεσία.
Ας ξεχάσουμε λίγο τα της Τρόικας και ας δούμε τη δική μας μικρή καθημερινότητα. Όλοι μας έχουμε συναλλαγές με το δημόσιο. Από τη δική μου δεξαμενή, μπορώ εύκολα να ανασύρω μια νυχτερινή κλήση στο ΕΚΑΒ, μια εφημερία σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο, ένα πιστοποιητικό από τα ΚΕΠ, μια φοίτηση σε δημόσιο σχολείο, ένα σεμινάριο στο δήμο, ένα πιστοποιητικό από την Εφορία.
Ούτε αδιαφορία έχω να αναφέρω, ούτε ανικανότητα. Κάποιες φορές έχω αγανακτήσει, είναι αλήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις, αντίθετα, έχω αισθανθεί ευγνωμοσύνη. Βελτιώσεις μπορώ να σκεφτώ πολλές, δομικές αδυναμίες του συστήματος μπορώ να επισημάνω επίσης, αλλά να θεωρήσω το δημόσιο υπάλληλο εξοβελιστέο, φορέα κάθε ανικανότητας και κακοδιοίκησης, θα το αρνηθώ.
Το «τραγικό ψεγάδι» των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα είναι, πιστεύω, το κλαδικό μικροσυμφέρον, ο συντεχνιακός εγωκεντρισμός. Κάθε ομάδα εργαζομένων στο δημόσιο, που συγκροτείται ως ομάδα βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών, φροντίζει να κατακτήσει κάποια προνόμια. Αδιαφορεί αν τα δικά της προνόμια επεκταθούν και σε άλλες ομάδες ομοειδείς, όπως θα υπαγόρευε η κοινή λογική, αν βεβαίως υπήρχαν και οι πόροι. Αδιαφορεί επίσης αν τα δικά της προνόμια βλάπτουν στο μακρύ χρόνο, τους συμπολίτες της.
Για παράδειγμα, αν μπορεί ένα υπουργείο να προσφέρει ένα οριζόντιο επίδομα σε όλους τους υπαλλήλους του, από κλητήρες μέχρι γενικούς διευθυντές, αδιαφορεί αν το διπλανό υπουργείο δεν απολαμβάνει το ίδιο προνόμιο. Μα και τα δύο δεν είναι υπουργεία της ίδιας χώρας; Η απάντηση φυσικότατα θα είναι «ασφαλώς όχι, εμείς εδώ είμαστε ξεχωριστοί».
Σε κάθε διοικητική δομή στο δημόσιο χώρο έχει καλλιεργηθεί η μοιραία φαντασίωση ότι αυτή αποτελεί κάτι το εξαιρετικό. Για παράδειγμα, οι του υπουργείου Οικονομικών μοιάζει να φαντασιώνονται ότι είναι όλοι θησαυροφύλακες, οι του υπουργείου Παιδείας ότι είναι όλοι μεταρρυθμιστές, οι του υπουργείου Πολιτισμού ότι είναι όλοι διανοούμενοι. Και ως εξαιρετικοί που είναι δεν μπορεί να υπαχθούν σε καμιά ευρύτερη συλλογικότητα που να θεωρεί όλα τα υπουργεία ισοδύναμες κρατικές δομές και να τα υπαγάγει σε γενικές ρυθμίσεις, εκτός βεβαίως από τις περιπτώσεις που κάποιες ιδιαιτερότητες για θέματα ασφάλειας ή άμυνας επιβάλλουν διαφοροποιήσεις.
Η κουλτούρα αυτή, «εμείς μοιραίοι, ωραίοι και εκλεκτοί, οι άλλοι ταπεινοί και μέτριοι», είναι η μεγάλη παθολογία που γεννήθηκε από τον συνδικαλισμό της Μεταπολίτευσης, τον εναγκαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων με τους συνδικαλιστές και τον λαϊκισμό των Ελλήνων πολιτικών.
Όποιοι είχαν το πιο δυναμικό συνδικαλιστικό σωματείο από τη μια, δηλαδή το πιο ευέλικτα ελισσόμενο, και τον καλύτερο υπουργό από την άλλη, δηλαδή τον πιο ενδοτικό στις απαιτήσεις και τον πιο γενναιόδωρο με το κρατικό χρήμα, πετύχαιναν τα μέγιστα. Οπότε όλοι οι υπόλοιποι έτρεχαν κάθιδροι πίσω από τους δυναμικούς διεκδικητές επιδομάτων και προνομίων, για να εξασφαλίσουν κι αυτοί με τη σειρά τους ό,τι οι ηγεσίες είχαν ευχαρίστηση.
Ερωτήματα του τύπου «αντέχει ο κρατικός προϋπολογισμός τέτοιες δαπάνες;» ή «μέχρι πότε υπάρχουν αποθέματα για έξτρα παροχές;» δεν ετίθεντο διότι, πέραν του συντεχνιακού εγωκεντρισμού, μέχρι να έρθει η Τρόικα κανείς δεν ήξερε πόσους δημοσίους υπαλλήλους πληρώνει αυτή η χώρα.
Αυτό το μάθαμε λόγω της Τρόικας, όπως επίσης και λόγω της Τρόικας απέκτησε η χώρα την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, ως οργανική μονάδα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, και έτσι έχουμε πλέον μια κεντρική μονάδα παρακολούθησης της μισθοδοσίας των δημοσίων υπαλλήλων.
Αυτή η παθολογία είναι η πηγή της κακοδιοίκησης στο δημόσιο τομέα. Δεν θεραπεύεται με απολύσεις, διότι δεν είναι ποσοτική η ασθένεια, είναι ποιοτική. Ακόμη και αν απολυθούν οι μισοί, κάποιοι θα μείνουν. Όλοι όσοι μείνουν και όλοι όσοι έρθουν το ίδιο έργο θα αναπαράγουν εις το διηνεκές, αν δεν αποφασίσει η κεντρική εξουσία και οι κοινωνικοί εταίροι να εξορθολογήσουν το δημόσιο με τομές, αφού πρωτίστως γίνει αποδεκτό απ? όλους ότι μεταρρύθμιση δεν γίνεται με παροχές και κολακείες αλλά με αξιολογήσεις και ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Μια άλλη κηλίδα στην εικόνα των δημοσίων υπαλλήλων είναι ο ρουσφετολογικός τρόπος πρόσληψης. Πικρή αλήθεια που αφορά πολλούς. Σας προτρέπω, ωστόσο, να κοιτάξετε επιμελώς οργανογράμματα ιδιωτικών εταιρειών και ιδρυμάτων. Πολλά κοινά επίθετα κοσμούν τους καταλόγους.
Και αν έχετε και εμπειρία εργασίας σε φορέα ιδιωτικό, διαπιστώνετε εύκολα διασυνδέσεις οικογενειακές ή φιλικές στη δεξαμενή εργαζομένων. Ο προϊστάμενος είναι γιος του οδηγού του αφεντικού, η λογίστρια αδελφή του καφετζή, η γραμματέας κόρη του κουμπάρου της λογίστριας, ο πληροφορικάριος ανιψιός της αγαπημένης του προϊστάμενου.
Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη περάσει στη νεωτερικότητα. Την κυβερνούν τα σόγια, οι κουμπαριές και τα καπετανάτα. Δημόσιο ή ιδιωτικό, μικρή σημασία έχει. Στο δημόσιο, απλώς το ρόλο του κουμπάρου τον παίζει ο βουλευτής, ο οποίος άνετα παίζει και τον κουμπάρο. Δεν έχει πρόβλημα.
Αφού λοιπόν το τοπίο της κρατικής εξουσίας είναι πρωτόγονο και ο σχεδιασμός αλυσιτελής, η χώρα πορεύεται στον εικοστό πρώτο αιώνα με όρους δέκατου ένατου και επιβιώνει ακόμα χάρη στη φιλοτιμία κάποιων ηρωικά ανθεκτικών Ελλήνων, όσων Ελλήνων δουλεύουν γιατί έχουν αίσθημα ευθύνης, όσων Ελλήνων πληρώνουν τα χρέη τους γιατί έχουν αίσθημα καθήκοντος, όσων Ελλήνων τολμούν να μη μετράνε το ανάστημά τους με φιλοδωρήματα.
* Η Φένια Ρουγκούνη έχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία, νομικά και μάνατζμεντ. Σήμερα εργάζεται στο Συνήγορο του Πολίτη