Το 2012 θα είναι μία χρονιά καθόλου καλή για την παγκόσμια οικονομία. Ίσως να είναι και η χειρότερη από πλευράς οικονομικών προσδοκιών, με ασθενέστερο κρίκο στη διεθνή αλυσίδα την Ευρώπη, η οποία διολισθαίνει σταθερά στην ύφεση, εξαιτίας της αδυναμίας των πολιτικών της ηγεσιών (και κυρίως των γερμανικών σκοπιμοτήτων) να βάλουν μπροστά τις προϋποθέσεις της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με δυο τρόπους διαχείρισης της κρίσης, στην οποία έχει περιέλθει η γηραιά ήπειρος.
Ο πρώτος είναι να διευρυνθεί ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και να διοχετευτεί υψηλή ρευστότητα στις οικονομίες. Η Ερωπαίκή Κεντρική Τράπεζα ως δανειστής τελευταίας ανάγκης θα άλλαζε επίσης το κλίμα εμπιστοσύνης στις αγορές, θα διευκόλυνε ακόμα την προσέλκυση επενδύσεων.
Ο δεύτερος τρόπος θα ήταν η μεταφορά πόρων, από τον πλεονασματικό Βορρά προς τον εξασθενημένο Νότο. Είτε με την υιοθέτηση του ευρωομολόγου, είτε με το χτίσιμο νέων προγραμμάτων επανεκκίνησης των οικονομιών. Ένα νέου τύπου σχέδιο Μάρσαλ για το Νότο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, τουλάχιστον φέτος, από τη στιγμή που η Γερμανία έχει σηκώσει ένα τείχος απέναντι σε αυτή την θεραπευτική αγωγή για την αναζωογόνηση των οικονομιών της Ευρώπης και προτιμά, έναντι αυτής, το βαρύ χειρουργείο. Η στάση αυτή, λόγω εθνικιστικών ανακλαστικών, διευκολύνεται από την άνοδο των ποσοστών της κ. Μέρκελ στις δημοσκοπήσεις, ένα χρόνο πριν από τις γερμανικές εκλογές.
Το ρόλο, ωστόσο, της λοκομοτίβας στην παγκόσμια ανάπτυξη, δεν θα μπορέσουν να τον παίξουν ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε και η νέα υπερδύναμη η Κίνα. Έτσι, η Ευρώπη, ούτε εξ αντανακλάσεως δεν θα μπορέσει να υποστηριχτεί στην πορεία της. Αντιθέτως, θα βιώνει την παρακμή της ως παγκόσμια (υπολογίσιμη) οικονομική και πολιτική δύναμη, με ότι αυτό σημαίνει για τα εισοδήματα και τις θέσεις απασχόλησης. Η Ευρώπη, υπό τη διάσταση αυτή, έμεινε από… λάστιχο. Τις τύχες του κόσμου τις καθορίζουν δύο πόλοι, η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται ότι πολύ λίγο ενδιαφέρονται τελικά για το τι θα γίνει με το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης. Κατά βάθος οι ΗΠΑ δεν βλέπουν ανταγωνιστικά την Ευρώπη, αφού δεν μπορεί να γίνει υπερδύναμη, συνεπώς δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη φυσιογνωμία της και τα εσωτερικά οικονομικά της προβλήματα. Θέλουν απλώς να μην τους δημιουργεί η Ευρώπη καινούργια προβλήματα, ειδικότερα σήμερα που η χώρα βρίσκεται δέκα μήνες πριν από τις εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου και σε μία χρονιά που η οικονομία τους θα κινηθεί με σχεδόν ασήμαντους ρυθμούς ανάπτυξης.
Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, επίσης θα έχει φέτος να αντιμετωπίσει αισθητά μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας της. Οι Κινέζοι, έχοντας να διαχειριστούν ακόμη πολλά εσωτερικά τους προβλήματα, δεν έχουν ξεδιπλώσει εως τώρα την στρατηγική τους στην παγκόσμια σκακιέρα. Κινούνται συντηρητικά, φοβούμενοι προς το παρόν να μην γίνει κάποιο κραχ στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, επειδή πρώτον έχουν δανείσει στις δύο ηπείρους μεγάλα ποσά και δεύτερον γιατί εξάγουν σε αυτές τις αγορές τις Δύσης ευρείας γκάμας καταναλωτικά προϊόντα.
* Ο Γιάννης Κοτόφωλος είναι δημοσιογράφος στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, με καταγωγή από τη Δωρίδα